Μια αριστερή ακτιβίστρια έχει βρει το τέλειο όπλο προσηλυτισμού: κοιμάται με τους διαφωνούντες και γρήγορα παίρνει τη δεξιά με το μέρος της. Μέχρι που θα βρει το δάσκαλό της στον Αρτούρ, σαραντάρη χαμηλών τόνων και… ειδικών χειρισμών.
Είναι αλήθεια ότι ο γαλλικός κινηματογράφος συνήθως έχει μια δική του χάρη. Το «Πες μου τ’ Ονομά σου» κυλά από την αρχή μέχρι το τέλος σα να στροβιλίζεται, ώστε πριν προλάβεις να σκεφτείς αν είναι καλή ταινία ή όχι, να θέλεις να κρατήσεις τη χαρά λίγο παραπάνω.
Η πολιτική κομεντί που συμμετείχε στην «Εβδομάδα Κριτικής» του περσινού Φεστιβάλ Καννών, απαιτεί να δεχτεί εξ αρχής ο θεατής τη σοβαρή δόση υπερβολής και μεγαλοστομίας του (βραβευμένου με Σεζάρ) σεναρίου – η πρωτότυπα ειπωμένη ιστορία της Γαλλίας και του ζευγαριού των ηρώων ξεχειλίζει γοητευτική σαχλαμάρα.
Ωστόσο, η διάθεση ανατροπής στη σκηνοθεσία, ειδικά όσο οι ήρωες παρουσιάζουν στην κάμερα σκηνές από το παρελθόν και τις καταβολές τους, αλλά και στιγμές που προκαλούν δυνατό γέλιο, μεταξύ των οποίων η εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού της Γαλλίας και απόλυτου ινδάλματος του Αρτούρ, Λιονέλ Ζοσπέν, κάνουν το «Πες μου τ’ Ονομά σου» ακαταμάχητο. Οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί και οι διάλογοί τους επιτηδευμένοι, αλλά οι εξαιρετικές ερμηνείες και τα δραματικά, έως και συγκινητικά στοιχεία που προστίθενται σταδιακά στην πλοκή κάνουν την ταινία και πιο πειστική και πιο αποτελεσματική.
Τόσο ο Γκαμπλέν, ως σχολαστικός, καταπιεσμένος και αγέλαστος Αρτούρ, όσο και η γλυκειά σαν καραμέλα Φορεστιέ (που ανεξήγητα θυμίζει Μαρία Σνάιντερ και όχι μόνο γιατί κυκλοφορεί συνέχεια ολόγυμνη), παρορμητική και θεότρελλη, υποστηρίζουν τόσο δυναμικά την ταινία, που καταφέρνουν, κάτω από τη βαβούρα, να περάσουν και πολιτικό μήνυμα.
Είμαστε ό,τι μας έφτιαξαν, ή φτιάχνουμε αυτό που είμαστε; Ποια είναι τα συστατικά που διαμορφώνουν ή καθορίζουν την ταυτότητα ενός ανθρώπου; Οι δύο πλευρές της σύγχρονης γαλλικής κοινωνίας – ο veritable Γάλλος μπουρζουά και η δεύτερης γενιάς αλγερινή – πρέπει να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου για να υπάρξει μέλλον;
Οπωσδήποτε το χαρακτηριστικά γαλλικό χιούμορ της ταινίας και η ελαφρότητά της θα την κατηγοριοποιούσαν σε κάτι πολύ πιο ειδικό πριν λίγα χρόνια, αλλά θες ο προβληματισμός των ημερών, θες η άνοιξη, θες η παιχνιδιάρικη, σέξι ατμόσφαιρά της, κάνουν το «Πες μου τ’ Ονομά σου» να μοιάζει επίκαιρο και ευχάριστο ταυτόχρονα – πράγμα σπάνιο.