Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας (Χ) χρησιμοποιεί όλα τα θεμιτά μέσα για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα (Α) να φύγει μαζί του. Η γυναίκα μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της την ερωτική ιστορία που είχαν, ή ίσως δεν είχαν, τον προηγούμενο χρόνο στο Μάριενμπαντ.

Αινιγματικό, μυστηριώδες, αδιαπέραστο, εξωφρενικά στιλιζαρισμένο και αισθητικά μεγαλειώδες, το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ», δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα αληθινά αξεπέραστο καλλιτεχνικό έργο, σμιλεμένο με επιμονή και τέχνη σε λέξεις και στο φιλμ, προορισμένο να στοιχειώσει το μυαλό κάθε θεατή, ακόμη κι εκείνων που θα μείνουν αμήχανοι μπροστά στο μυστήριο και την ομορφιά του.

Γραμμένο από τον Αλέν Ρομπ Γκριγιέ, έναν «αιρετικό» της γραφής που δεν βρήκε ποτέ έναν λογοτεχνικό ή σεναριακό κανόνα που να μην αντιπάθησε, η ιστορία του φιλμ αρνείται σθεναρά κι επίμονα να υποταχθεί στα δεσμά της πλοκής, της γραμμικής αφήγησης, της παραδοσιακής ανάπτυξης χαρακτήρων, ακόμη και στις συμβάσεις του χώρου και του χρόνου. Η παράδοξη ιστορία αγάπης που το φιλμ ξετυλίγει, διαδραματίζεται σε ένα άχρονο μπαρόκ μη-τόπο, στο τώρα και το πέρυσι, στο πριν και το πάντα και έχει την αίσθηση ενός ονείρου και την μελαγχολία μιας ιστορίας φαντασμάτων καταδικασμένων να περιπλανώνται για πάντα στα ίδια σώματα, στα ίδια δωμάτια, στις ίδιες αλέες, στις ίδιες αποφάσεις, στα ίδια λάθη.

Κινηματογραφημένο από τον Αλεν Ρενέ σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του, με απόλυτη αυτοπεποίθηση, έλεγχο και πιθανότατα ξεκάθαρη συνείδηση πως πλάθει με την ταινία του μια νέα κινηματογραφική αλφαβήτα, το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ» είναι ένα σημείο τομής για το ίδιο το σινεμά, που δίχασε βαθιά, αγαπήθηκε παράφορα και εξακολουθεί να εντυπωσιάζει, να γοητεύει και να προκαλεί, ακόμη και σήμερα.

Ερμητικά κλειστό στον εαυτό του, το φιλμ ακόμη κι αν θεωρητικά περιγράφει μια ιστορία αγάπης ή την ανάμνησή της, αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε είδους «εξήγηση», είναι φτιαγμένο όχι για να κατανοηθεί αλλά για να βιωθεί σαν εμπειρία, να σε παρασύρει στον φασματικό κόσμο του όπου όλα δείχνουν ζωντανά αλλά μαζί και ακίνητα σαν πίνακες ενός κήπου ή ενός τοπίου στο χιόνι κι όπου η αλήθεια, η φύση και οι ιστορίες των χαρακτήρων του, είναι κάτι που μπορείς μόνο να εικάσεις, με τον ίδιο τρόπο που μπορείς να φανταστείς τις ιστορίες των μαρμάρινων αγαλμάτων στους γεωμετρικούς κήπους του ξενοδοχείου.

Ο Αλέν Ρομπ Γκριγιέ μιλώντας κάποτε για την ταινία είχε πει ότι «ολόκληρη η ιστορία του "Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ" δεν συμβαίνει ούτε μέσα σε δυο χρόνια, ούτε μέσα σε τρεις ώρες, αλλά ακριβώς σε μιάμιση ώρα», όσο δηλαδή διαρκεί η ταινία. Αυτάρκες κι αυτόνομο, ριζοσπαστικό και υπνωτικό, αυτό το απόλυτα γοητευτικό φιλμικό αίνιγμα, αφαιρεί από τον θεατή του την ανάγκη να γνωρίζει οτιδήποτε για το πριν ή το μετά, την καταναγκαστική του επιμονή «να καταλάβει», γκρεμίζει από την αρχή κάθε προσδοκία του για μια συγκεκριμένη εμπειρία και τον καλεί να αναμετρηθεί μόνο με το ίδιο το έργο, να βυθιστεί σε αυτό και είτε να βουτήξει βαθιά στον καλειδοσκοπικό βυθό του, ή να ξεβραστεί εξουθενωμένος στην όχθη της καρέκλας του.