Μερικές ζωές δεν έχουν (τόσο) δράμα, ικανό να γίνει το επίκεντρο μιας ιστορίας και μαζί το σημείο εκείνο που θα δώσει (το) νόημα σε μια ταινία μυθοπλασίας ή ακόμη και ένα ντοκιμαντέρ. Κάποιες ζωές είναι απλά συναρπαστικές περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, οριακές σε σημείο που αρχίζουν να μοιάζουν εξωπραγματικές, μεγαλύτερες κι από την ίδια την όποια απόπειρα αφήγησής τους. Και αυτό ίσως είναι το «δράμα» τους.
Κάπως έτσι είναι και η ζωή του Λουτσιάνο Παβαρότι. Ή τουλάχιστον έτσι την παρουσιάζει ο Ρον Χάουαρντ, σε ένα ντοκιμαντέρ που δεν αμφιβάλλει για κάτι, δεν έχει αντίλογο για κάτι γύρω από τη ζωή του και το έργο του, δεν έχει κάποια σκοτεινή αποκάλυψη ή μια τόσο έντονη δραματική στιγμή που να ορίζει το κέντρο του. Εδώ αρκεί ότι ο Λουτσιάνο Παβαρότι έγινε ο πιο διάσημος τενόρος όλων των εποχών μετά τον Ενρίκο Καρούζο και μαζί - τουλάχιστον στην εποχή της αποκορύφωσης της δημοτικότητάς του - ο πιο διάσημος «ροκ» σταρ στον πλανήτη, ένα φαινόμενο που όμοιό του δεν υπήρξε πριν και μετά από τον ίδιο.
Από τα παιδικά του χρόνια στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χρόνια στη Μόντενα με τον φούρναρη τραγουδιστή πατέρα του, τις πρώτες του επιτυχίες στη σκηνή, το «βάπτισμά» του στο Covent Garden στις αρχές της δεκαετίας του ’60, την πρωτοφανή επιτυχία του στην Αμερική, τη συνάντησή του με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον Χοσέ Καρέρας στις παραστάσεις του «3 Tenors» που σάρωσαν στις αρχές του ’90, τη φιλανθρωπική του δράση και την ενσωμάτωσή του στην ποπ κουλτούρα με το «Pavarotti & Friends» και τη συνεργασία του με τους U2, το ντοκιμαντέρ του Χάουαρντ είναι μελετημένο, γραμμικό ντοκιμαντέρ σωστό με κάθε έννοια της λέξης.
Δεν παραλείπει κάποια μεγάλη στιγμή στη ζωή και την καριέρα του Παβαρότι, αφιερώνει αρκετό χρόνο στην οικογένειά του και τις γυναίκες που αγάπησε (εμφανίζονται η πρώτη του γυναίκα, η ερωμένη του για ένα διάστημα και η τελευταία δεύτερη πολύ μικρότερη σε ηλικία από αυτόν σύζυγός του καθώς και οι κόρες του από τον πρώτο του γάμο), αφήνει χώρο στον Πλάθιντο Ντομίνγκο, τον Χοσέ Καρέρας και τον Bonο από τους U2 να μιλήσουν για την τέχνη του φίλου τους και επίσης - όπως είναι λογικό - έχει άφθονο υλικό από τον ίδιο τον Λουτσιάνο Παβαρότι και τις εμφανίσεις του στη σκηνή και στην τηλεόραση.
Μπορεί το μεγαλύτερο επίτευγμά του Παβαρότι όπως ορίζεται ήδη από την πρώτη σκηνή του ντοκιμαντέρ, ότι έφερε την όπερα στο λαό, να μην τεκμηριώνεται σε αντίθεση με τους επικριτές του τενόρου ότι «πούλησε» την όπερα στο βωμό της ποπ ελαφρότητας (αναφερόμενοι κυρίως στο «Pavarotti & Friends» όπου ο Παβαρότι έδινε συναυλίες μαζί με σταρ της μουσικής - από τη Σελίν Ντιόν και τον Στίβι Γουόντερ μέχρι τον Sting και τον Τζέιμς Μπράουν) και σίγουρα δεν αναπτύσσεται καθόλου - από διακριτικότητα ή για να μην βαρύνει το θεάμα - ούτε η προσωπική του μετάνοια για το αν ήταν καλός πατέρας και πιστός σύζυγος ούτε ο θάνατος του ενός από τα δίδυμα παιδιά που έκανε με τη δεύτερη γυναίκα του.
Ο Ρον Χάουαρντ μένει εκ του ασφαλούς στην τεκμηρίωση της bigger than life προσωπικότητας που ήταν ο Παβαρότι και της ταυτόχρονης bigger than life εμπειρίας που ήταν να τον βλέπεις ζωντανά, να τον ακούς σε μια συναυλία, να δυναμώνεις το volume σε μια από τις μυθικές του ηχογραφήσεις. Με αυτή την αίσθηση του μεγαλείου φεύγεις όταν το ντοκιμαντέρ έχει τελειώσει, συγκινημένος από την υπέρβαση που κάποιοι άνθρωποι είναι σαν μοιραίο να ζήσουν και να υπηρετήσουν (με κάθε κόστος), έτοιμος να χειροκροτήσεις κι εσύ σε κάθε σκηνή από κάποια όπερα ή συναυλία που τελειώνει με το πρόσωπό του Παβαρότι χαραγμένο λες από την ένταση όλης της ιστορίας της όπερας και του μελοδράματος μαζί σε μια στιγμή ή με το αφοπλιστικό χαμόγελό του, σημάδι και σημαινόμενο του δικού του «δράματος».
Αυτό το τελευταίο, θα πρέπει να περιμένει κάποια άλλη - λιγότερο αγιογραφία και περισσότερο βιογραφία.