«Από τον Σεπτέμβριο, το μόνο που κάνω είναι να περιμένω έναν άντρα. Πηγαίνω στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ, στο σινεμά. Αλλά όλα αυτά μοιάζουν αποκομμένα από την πραγματικότητα. Μόνο αυτόν περιμένω. Να τηλεφωνήσει, να έρθει, να κάνουμε έρωτα.» Η Ελέν είναι μία 40χρονη καθηγήτρια λογοτεχνίας και χωρισμένη μητέρα, όταν γνωρίζει τον Αλεξάντρ, έναν παντρεμένο Ρώσο διπλωμάτη που επισκέπτεται το Παρίσι, συχνά, αλλά και για λίγο. Οπως ακριβώς κι εκείνη. Δεν πρόκειται να τον ερωτευθεί, καθησυχάζει με το μυαλό την κολλητή της φίλη, αλλά και τον σκεπτόμενο, διανοούμενο εαυτό της. Η σάρκα και η καρδιά όμως έχουν άλλη γνώμη. Το πάθος γίνεται ανάγκη κι αυτή με τη σειρά της εθισμός.

Η γαλλο-λιβανέζα σκηνοθέτης Ντανιέλ Αρμπίντ, διασκευάζει για την μεγάλη οθόνη το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Ανί Ερνό κι επιχειρεί να αποδώσει τη σύνθετη σχέση της γυναίκας με το σεξ, τον έρωτα, τις ταμπού συμβάσεις, τις οικογενειακές δεσμεύσεις. Πάνω από όλα: τι προτεραιότητες επιτρέπει μία κοινωνία (και το «μυαλό») στο γυναικείο κορμί. Κι αυτό το ίδιο το γυναικείο μυαλό γιατί πάντα αυτοπαγιδεύεται με την ανάγκη συνάντησής του με το μυαλό και την καρδιά του άλλου; Γιατί η ικανοποιημένη σάρκα δεν είναι αρκετή όταν ερωτεύεσαι; Γιατί πρέπει να ερωτεύεσαι την ικανοποίησή σου; «Δεν χρειάζεται να τον ερωτευθείς. Εσύ είσαι ερωτευμένη με τον έρωτα...» τής είχε απαντήσει, τότε, η φίλη της.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρουσιάσεις στην μεγάλη οθόνη, με ειλικρίνεια και διαύγεια, τη γυναικεία ματιά στο πάθος. Η Αρμπίντ τοποθετεί την ηρωίδα της στο επίκεντρο της εμμονής της: να σκέφτεται/φαντασιώνεται τον Αλεξάντρ σε δημόσιες γυναικείες τουαλέτες, στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, ή μπροστά από το laptop της - εκεί που θα έπρεπε να δουλεύει συγκεντρωμένα τη διατριβή της. Η Ελέν δεν ενδιαφέρεται πια μόνο για τον Μποντλέρ της τεράστιας βιβλιοθήκης της. Η Αρμπίντ την κινηματογραφεί να χαμογελά με τα άρλεκιν που κρέμονται στα μανταλάκια των μίνι μάρκετ. Τη βάζει να κρυφακούει τις αφηγήσεις άλλων γυναικών στο κομμωτήριο. Να χαζεύει απροκάλυπτα το γυμνό κώλο του Δαβίδ του Μικαλέντζελο, γιατί της θυμίζει το αγαλμάτινο σώμα του εραστή της. Ενα κομμάτι ωμής ζωής έχει διεισδύσει στον κόσμο της και δεν μπορεί να το απαρνηθεί. Εχει ανοίξει ένα παράθυρο και έχει μπει τυφώνας. Θα καταστρέψει ό,τι βρει, αλλά αυτή τη στιγμή κάνει την καρδιά της να χτυπά.

Δεν είναι όλες οι επιλογές της Αρμπίντ επιτυχημένες. Η κινηματογράφηση στους δρόμους, στην κίνηση, που σωματοποιούν το χάσιμο και τη μοναξιά της ηρωίδας, είναι υπέροχη. Η γενικότερη ατμόσφαιρα όμως (από τις σκηνές σεξ μέχρι την περιήγησή μας στην καθημερινότητά της και το μυαλό της) έχουν ένα λούστρο που πέφτει στην παγίδα του τι θεωρούμε τόσα χρόνια «γυναικεία» ταινία. Λείπει ο κόκκος, η βρωμιά, το πραγματικό κοντινό στην οικειότητα.

Ευτυχώς που ο Αλεξάντρ, το αντικείμενο του πόθου, παίρνει τη μορφή του «κακού παιδιού» του ρωσικού μπαλέτου, Σεργκέι Πολούνιν. Το καλυμμένο με tattoo σώμα που στον ερωτικό χορό μπαίνει ρομποτικά στη συνθήκη αυτοϊκανοποίησης, και το παγερό, αδιάφορο βλέμμα που δεν επιτρέπει χώρο σε παρεξηγήσεις, φέρνουν στην εξίσωση την απόσταση της φαντασίωσης από την αλήθεια. Μόνη της παθιάστηκε η Ελέν.

Κι εκεί έρχεται η πρωταγωνίστρια της Αρμπίντ - το πιο δυνατό της χαρτί. Η Λετίσια Ντος δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία - απαλή και τραχιά, σύνθετη και αφελή, γενναία και φοβισμένη. Χαμένη σε κάτι που δεν καταλαβαίνει, αλλά καταλαβαίνει μόνο ότι το θέλει. Η Ντος ακονίζει τα ερμηνευτικά της εργαλεία, παίζοντας με αντιθέσεις. Βουρκώνει από ηδονή, χαμογελά από φόβο. Περπατά ευθυτενώς δίπλα στη φίλη της, καυτηριάζοντας το ανδρικό σκηνοθετικό βλέμμα στο «Χιροσίμα, Αγάπη μου», ενώ μέσα της, η ηρωίδα της ταινίας της ζωής της είναι ακόμα πιο παραδομένη.

Ο καμβάς της Αρμπίντ δεν είναι τα κάδρα της. Είναι το εκφραστικό πρόσωπο της Ντος. Χωρίς εκείνη, η ταινία θα κατέρρεε. Τα πάθος χωρίς άκρα, οφείλει να κινηματογραφείται χωρίς άκρα.