Η Φιόνα, μια βιβλιοθηκάριος από μικρή καναδική πόλη, λαμβάνει γράμμα απελπισίας από την 93χρονη θεία της Μάρθα που ζει στο Παρίσι. Η Φιόνα μπαίνει στο πρώτο αεροπλάνο και ανακαλύπτει πως η θεία είναι εξαφανισμένη.

Οι Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρτον είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο ιδιαίτερα ζευγάρια του σύγχρονου σινεμά, δυο Λόρελ και Χάρντι (χωρίς τα περιττά κιλά) με μια γερή δόση από Ζακ Τατί και Ακι Καουρισμάκι. Οι σωματικές, «χορευτικές», τρυφερά σλάπστικ και διακριτικά μελαγχολικές ρομαντικές κομεντί τους (θυμηθείτε ή αναζητήστε τη «Rumba» του 2008) σε αφήνουν σταθερά με ένα χαμόγελο στα χείλη και το ίδιο συμβαίνει και στο «Ξυπόλητοι στο Παρίσι» ακόμη ακόμη κι αν μερικές φορές τα οπτικά γκαγκ δεν είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν την ισχνή σε πλοκή ιστορία της ταινίας τους.

Ομως το φιλμ που χτίζει την κωμωδία του μέσα από μια σειρά παρεξηγήσεις, συμπτώσεις και παρ' ολίγον συναντήσεις ακολουθεί συχνά την λογική ενός καρτούν του Τεξ Αβερι και εμπνέεται από την χρωματική και αισθητική παλέτα του Γουές αλλά και τον μελαγχολικό σουρεαλισμό του Ρόι Αντερσον.

Κι αν η διάρκεια των 87 λεπτών ξεχειλώνει λίγο παραπάνω τις ιδέες του, το φιλμ χωρά μέσα του στιγμές εξαιρετικής λεπτότητας, χιούμορ, ομορφιάς – σχεδόν ποίησης -, κι άλλες τόσο γλυκόπικρες που δεν μπορούν παρά να σε κάνουν να του παραδοθείς.

Οπως εκείνη, στην οποία η Εμανουέλ Ριβά (εδώ στον τελευταίο ρόλο της καριέρας της) κι ο Πιερ Ρισάρ, δυο μυθικοί ηθοποιοί του γαλλικού σινεμά «χορεύουν» με παιδικό σχεδόν ενθουσιασμό καθισμένοι σε ένα παγκάκι, σε μια σκηνή που μοιάζει ήδη κλασική.