O ογδοντάχρονος Ρώσος Αντρέι Κοντσαλόφσκι είναι μια από τις πλέον ιδιάζουσες εν ενεργεία μορφές του παγκόσμιου σινεμά. Αδερφός του επίσης σχιζοφρενικά άνισου Νικίτα Μιχάλκοφ, ο Κοντσαλόφσκι μεγαλούργησε στη γενέτειρά του στα 70’s με αριστουργήματα όπως η τρίωρη «Σιβηριάδα», έκανε ένα πέρασμα με αμφίβολο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα στην Αμερική, όπου η φιλμογραφία του γνώρισε τη δεύτερη σπουδαιότερη ταινία της το «Τρένο της Μεγάλης Φυγής», αλλά και ένα από τα χαμηλότερα σημεία της, το «Τάνγκο και Κας» με τον Σιλβέστερ Σταλόνε, και επέστρεψε τις δύο τελευταίες δεκαετίες στη Ρωσία, όπου η καριέρα του γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια όψιμη άνθιση, τουλάχιστον φεστιβαλικά, αφού τόσο η προτελευταία ταινία του, το απρόβλητο στη χώρα μας «Λευκές Νύχτες του Ταχυδρόμου» του 2014, όσο και ο «Παράδεισος», η τελευταία του δημιουργία, απέσπασαν τον Αργυρό Λέοντα Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ της Βενετίας.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά «Το Σπίτι των Τρελών» του 2003, λοιπόν, μια νέα ταινία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι έρχεται στις ελληνικές αίθουσες και μάλιστα μία από τις πιο ιδιαίτερες, ενδιαφερουσες κι επιτυχημένες του. Ο «Παράδεισος» μάς μεταφέρει στο ζοφερά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου και μάλιστα στην πιο αποτρόπαια στιγμή του τη μαζική εξόντωση στα στρατόπεδα σευγκέντρωσης, προτιμά όμως να μιλήσει για όλα αυτά με το μεταφυσικό και ποιητικό τρόπο που υπαινίσσεται ο τίτλος του.

Στο κατεχόμενο Παρίσι του 1942 η Ολγα, μια εξόριστη Ρωσίδα μετανάστρια, αριστοκρατικής καταγωγής και συντάκτρια της Vogue, συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο ως μέλος της Γαλλικής Αντίστασης κι επειδή κρύβει δύο μικρά Εβραιόπουλα στο διαμέρισμά της. Την ανάκριση αναλαμβάνει ο δωσίλογος συνεργάτης των Ναζί Ζιλ, ένας κατά τα άλλα τίμιος οικογενειάρχης που προσπαθεί να είναι υπόδειγμα πατέρα στο μικρό γιο του. Η πανέμορφη φυλακισμένη θα του ξυπνήσει ένα πρωτόγνωρο πάθος και θα δεχθεί να τη βοηθήσει με σεξουαλικά ανταλλάγματα, δε θα προλάβει όμως να ικανοποιήσει τη λαγνεία του, καθώς θα δολοφονηθεί από μέλη της Αντίστασης. Τότε η Ολγα θα μεταφερθεί σε ένα απροσδιόριστο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου θα συναντήσει τον Χέλμουτ, ένα παλιό, εφήμερο και πλατωνικό ειδύλλιο, που τώρα είναι υψηλόβαθμο στέλεχος των Ες Ες και κατέχει υψηλή διοικητική θέση στο στρατόπεδο, προσωπικά επιλέγμένος από τον ίδιο τον Χίμλερ.

Τα τρία αυτά πρόσωπα συνθέτουν το (ανισοσκελές) αφηγηματικό τρίγωνο, μέσα από το οποίο ο Κοντσαλόφσκι επιχειρεί να αποτυπώσει τη φρίκη και την συλλογική έξοδο από τον Παράδεισο για ολόκληρη την ανθρωπότητα που αποτέλεσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι τρεις αυτοί ήρωες, λέξη ειρωνική καθώς δεν είναι παρά θύματα δυνάμεων ανώτερων από αυτούς, μιλούν σε πρώτο πρόσωπο μπροστά στην κάμερα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και απευθύνονται σε έναν άγνωστο (μέχρι την τελευταία σκηνή) συνομιλητή, αλλά κυρίως στο θεατή, προσπαθώντας να σπάσουν τον τέταρτο τοίχο όχι μόνο της κινηματογραφικής σύμβασης, αλλά και της ίδιας της ιστορικής αποστασιοποίησης και της λήθης. Μιλούν για τα κίνητρά τους και τους φόβους τους, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, χάνουν τα λόγια τους, καταρρέουν κι απελπίζονται σε πρώτο πρόσωπο και πρώτο πλάνο, ανυπεράσπιστοι μπροστά στην κρίση των δύο κριτών τους. Ο καθένας από αυτούς πίστεψε σε έναν Παράδεισο, προσπάθησε να επιβιώσει από το Καθαρτήριο, αλλά έζησε τελικά τη δική του Κόλαση.

Αυτός ο συνδυασμός ιστορικού ντοκουμέντου και μεταφυσικής αλληγορίας καθιστά την ταινία του Κοντσαλόφσκι τόσο γοητευτική, αλλά και τόσο άβολη ταυτόχρονα. Γυρισμένος σε πανέμορφο ασπρόμαυρο που θυμίζει τις μονοχρωμίες του βωβού κινηματογράφου (ο διευθυντής φωτογραφίας Αλεξάντρ Σιμόνοφ κάνει θαύματα), ο «Παράδεισος» αυτοϋπονομευεται από την ίδια του την ομορφιά, κυρίως όταν αδυνατεί να αποτυπώσει τη φρίκη και την κτηνωδία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και μοιάζει σε σημεία με ένα παράταιρο φορμαλιστικό πείραμα κι ένα ψυχρό διανοητικό κατασκεύασμα.

Από την άλλη μεριά, όμως, ο Κοντσαλόφσκι καταφέρνει να στήσει μια στιβαρή παραβολή για τη γενεαλογία του Κακού, αντιμετωπίζοντας όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές της τραγικής αυτής συγκυρίας ισότιμα κι αντικειμενικά, προσπαθώντας να ρίξει φως στα κίνητρα πίσω από καθέναν από τους ήρωές του, χωρίς προκαταλήψεις και γρήγορα συμπεράσματα. Κι είναι αυτή η διαπίστωση ότι ακόμα και τα τέρατα μπορούν να εκτιμούν τον Τσέχοφ και τον Μπραμς στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους, όταν λίγα μέτρα πιο πέρα αποδεκατίζονται χιλιαδες άνθρωποι, που κάνει την ταινία του εφιαλτική, διαχρονική και ταυτόχρονα επίκαιρη.