H Εϊπριλ είναι μία ντροπαλή, έξυπνη, ήσυχη 17χρονη στην τελευταία τάξη του Λυκείου του Palo Alto της Καλιφόρνια. Παίζει ποδόσφαιρο στην ομάδα του σχολείου που προπονεί ο γοητευτικός Κύριος Μπι, είναι καλεσμένη σε όλα τα ξέφρενα πάρτι, όμως περισσότερο παρατηρεί - δεν συμμετέχει στην εφηβική σεξ, ντραγκς και σαχλαμάρα φρενήτιδα των συμμαθητών της. Οπως της Εμιλι, της όμορφης (αλλά τόσο ανασφαλούς) ξανθιάς που χρησιμοποιεί το σεξ ως κάλεσμα για να την αγαπήσεις - ή έστω να της κάνεις λίγο παρέα. Ο Τέντι είναι εξίσου εσωστρεφής - ένα ντροπαλό αγόρι που ακολουθεί τον βλάκα κολλητό του Φρέντι, σε ό,τι αυτός σκαρφιστεί. Περισσότερο από ανία, παρά ανάγκη για εφηβική επανάσταση. Ο Τέντι είναι καλλιτέχνης, αλλά σ' έναν κόσμο απόντων ενηλίκων, κανείς δεν το έχει ακόμα αναγνωρίσει. Οσο το σχολικό έτος προχωρά προς την αναπόφευκτη αποφοίτηση, παρακολουθούμε την παρέα των παιδιών να ζυμώνεται με την καθημερινότητα, τις επιλογές, τα ρίσκα της νιότης, τα λάθη και τις συνέπειές τους. Παρακολουθούμε την παρέα να μεγαλώνει...

Η Τζία Κόπολα έχει αναμφισβήτητα κληρονομήσει το γονίδιο. Ανηψιά της Σοφίας και εγγονή του Φράνσις Φορντ Κόπολα έχει αυτό το αβίαστο, νατουραλιστικό ταλέντο με την κινηματογραφική κάμερα. Αυτό το απέριττο, λιττό, ήσυχο, αλλά και τόσο παρόν βλέμμα. Η κινηματογράφησή της είναι αέρινη, ονειρική. Οπως η θεία Σοφία, έτσι κι εκείνη παρατηρεί με τρυφερότητα, ενδιαφέρον και χωρίς την παραμικρή διάθεση να κρίνει τους έφηβους ήρωές της. Η κάμερα μοιάζει να είναι η μόνη που τους καταλαβαίνει, η μόνη που στέκεται λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω στο παιδικό τους δωμάτιο, ή τη σχολική τάξη, ή το τραπέζι του πρωινού ώστε να πιάσει την μελαγχολία, το «χάσιμο» στο πρόσωπό τους. Ολοι οι ενήλικες είναι διακοσμητικοί, ή απόντες. Φιλτραρισμένοι μέσα από τα μάτια των παιδιών, μοιάζουν με καρικατούρες που ακόμα κι όταν προσπαθούν να επικοινωνήσουν μαζί τους είναι απελπιστικά γραφικοί.

Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο σε μία σειρά διηγημάτων του Τζέιμς Φράνκο, ο οποίος πρωταγωνιστεί κι ως ο προπονητής της Εϊπριλ με την στερεοτυπική εξωσχολική δραστηριότητα αποπλάνησης αφελών μαθητριών του. Ο Φράνκο τα είχε γράψει με αυτοβιογραφικές αναφορές και μνήμες, καθώς φοίτησε κι ο ίδιος σε σχολείο του Palo Alto. Η επιτυχία της ταινίας όμως είναι ότι αυτό δεν καταλήγει να μας αφορά. Η Κόπολα δεν κινηματογραφεί το συγκεκριμένο, δεν μοιάζει να θέλει να αφηγηθεί το απτό. Αντιθέτως, αυτό το σκηνοθετικό ντεμπούτο ρισκάρει για να αποτυπώσει κάτι μεγαλύτερο, πανανθρώπινο, αόριστο (βοηθούν και οι εξαιρετικές νατουραλιστικές ερμηνείες από Εμα, την κόρη του Ερικ, Ρόμπερτς και τον Τζακ Κίλμερ - ναι, γιο του Βαλ Κίλμερ). Εμπιστεύεται ότι η κάμερα θα συλλάβει τις στιγμές ανάμεσα στην εύθραυστη αθωότητα της νιότης και το ασυνείδητο ξύπνημα στην άλλη πλευρά της ζωής σου. Το πέρασμα από το βαριεστημένο λήθαργο της μαθητικής καθημερινότητας στο να αρχίζεις να βρίσκεις δειλά δειλά τον εαυτό σου. Οχι, δεν υπάρχει κάθαρση, συμπέρασμα, μήνυμα στην ταινία. Κανείς δε θα μάθει από θαύμα ποιος είναι στα 17 του. Ομως, μπορεί να έχει ξυπνήσει μέσα του το ένστικτο για το ποιος δε θέλει πια να είναι...

Υπάρχει όμως κάτι που η Τζία Κόπολα ακόμα δεν έχει την εμπειρία ή το φυσικό, ωμό ταλέντο να καταφέρει. Κάτι που είναι εξίσου αόριστο και οι κινηματογραφιστές που το έχουν πετύχει από το σκηνοθετικό τους ντεμπούτο αποτελούν πεφωτισμένη εξαίρεση. Πώς μπορείς να κάνεις κάτι τόσο ελλειπτικό σεναριακά, τόσο γοητευτικά αφηρημένο, να δέσει με σωστό τόνο, άξονα, σφιχτό αφηγηματικό ρυθμό. Η ταινία κάνει κοιλιές, στιγμές της επαναλαμβάνονται, υπάρχουν κομμάτια του παζλ που δεν σε ενδιαφέρουν, σκηνές που μοιάζουν να «κάθονται» σαν τους βαριεστημένους πρωταγωνιστές τους σ' ένα μαστουρωμένο τίποτα.

Κι αν η Σοφία με τις «Αυτόχειρες Παρθένους» ή το ακόμα τολμηρότερο «Χαμένοι στη Μετάφραση» έδωσε μαθήματα για το πώς κινηματογραφείται το «τίποτα», η Τζία χρειάζεται λίγο ακόμα ίσως για να το συλλάβει με τη συναισθηματική νοημοσύνη και την κινηματογραφική πειθαρχία που απαιτείται για να το νιώσουμε κι εμείς: πώς αυτό το «τίποτα» μπορεί να είναι όλη μας η ζωή.