Ενόσω ψάχνει το τέλειο δώρο για τα 100ά γενέθλια της πολυαγαπημένης θείας του, Λούσι, ο Πάντινγκτον βλέπει ένα μοναδικό pop-up βιβλίο και ξεκινά μία σειρά από μικροδουλειές ώστε να μπορέσει το αγοράσει. Οταν το βιβλίο γίνεται αντικείμενο κλοπής, μόνο οι Μπράουν και ο Πάντινγκτον μπορούν να ανακαλύψουν τον κλέφτη, ο οποίος φαίνεται να είναι άσος στις μεταμφιέσεις…
Ποιος θα το περίμενε πως το αξιολάτρευτο Περουβιανό αρκουδάκι που δημιούργησε ο Μάικλ Μποντ το 1958, δίνοντάς του το όνομα Πάντινγκτον, εμπνευσμένο από έναν από τους πιο πολυσύχναστους σταθμούς τρένων του Λονδίνου, θα ξεκινούσε πριν λίγα χρόνια την πορεία του για να γίνει ένα άκρως πετυχημένο κινηματογραφικό franchise; Ο σκηνοθέτης Πολ Κινγκ εδραίωσε, με την πρώτη του ταινία, ένα κόσμο απολαυστικό, άρτιο και πάνω από όλα διασκεδαστικό, μέσα στον οποίο ζωντάνεψε τον υπέροχο αυτόν αρκούδο, σε μια ταινία για την διαφορετικότητα, την σημασία της οικογένειας αλλά και για την αμερόληπτη καλοσύνη των ξένων μπροστά στο φόβο του άγνωστου.
Με τη δεύτερη ταινία, ο Κινγκ, επιστρέφει στο γνώριμο σύμπαν του «Πάντινγκτον» και πατά πάνω στην αντίληψη του «ό,τι δεν είναι χαλασμένο, μη το φτιάχνεις», συνεχίζοντας το ταξίδι σε ένα «Γουεσαντερσονικό» Λονδίνο, γεμάτο από υπέροχες παλέτες χρωμάτων και ευφάνταστα σκηνικά (απλά απολαύστε την μεταμόρφωση της κρύας και άχρωμης φυλακής σε κάτι πιο ροζ, χαρούμενο και ζεστό). Μικρές λεπτομέρειες σίγουρα, οι οποίες, όμως, κάνουν μερικές φορές τη «μεγάλη» διαφορά.
Το «Πάντινγκτον 2» δεν είναι μόνο πολύχρωμα σκηνικά και καλοσχεδιασμένα ψηφιακά εφέ που δεν «μπουκώνουν» την ταινία και δεν ενοχλούν. Ολα αυτά είναι το περιτύλιγμα κάτω από το οποίο κρύβεται η πραγματική ψυχή της μιας ταινίας που ξεχειλίζει από γλύκα, σαν μαρμελάδα πορτοκάλι, χωρίς όμως ούτε μια στιγμή να σε λιγώνει, γεμάτη από μικρές στιγμές κωμωδίας που θα λατρέψουν μικροί και μεγάλοι, αλλά και καθαρό συναίσθημα. Μια ταινία που γιορτάζει την αγάπη, την πραγματική οικογένεια (όποια κι αν είναι αυτή) και την ανιδιοτέλεια της κοινωνίας, η οποία ενώνεται σαν μια γροθιά μπροστά στο ξενοφοβία και στο κακό, το οποίο θα κάνει, κυρίως του μεγάλους, μέχρι το φινάλε να δακρύσουν.
Εδώ, όπως και στην πρώτη ταινία, ο Κινγκ, ορθά, δεν πολιτικολογεί. Ξέρει ότι κάνει μια ταινία που απευθύνεται (και) σε παιδιά και πως σε έναν πολύχρωμο κόσμο που χωράνε όλα τα καλά του κόσμου - και αρκετές σινεφίλ αναφορές (από τον Γκοντάρ μέχρι την «Αμελί»), το κακό και ό,τι συνεπάγεται αυτό, έχει λίγο ή καθόλου χώρο εδώ.
Και μιας και μιλάμε για το «κακό», είναι τέλεια στιγμή για να αναφερθούμε στον Χιού Γκραντ, που εδώ ίσως παίζει έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του. Κάθε σκηνή του - στο ρόλο ενός πάλαι ποτέ σπουδαίου, αλλά πλέον ξοφλημένου, ηθοποιού - είναι μια πραγματική απόλαυση. Με αυτοσαρκασμό, αναφορές και στη δική του καριέρα, αλλά και με γενναιόδωρες δόσεις camp, ο Γκραντ δεν παύει ούτε στιγμή να κλέβει την παράσταση, παίζοντας από σαιξπηρικούς χαρακτήρες μέχρι και... καλόγριες.
Κάποιος θα πρέπει να προσπαθήσει αρκετά για να μην αγαπήσει το «Πάντινγκτον 2». Είναι μια από αυτές τις ταινίες που καταφέρνουν να σε μεταφέρουν σε έναν άλλο κόσμο, όπου τα πάντα τελικά θα πάνε καλά, η κοινωνία δεν είναι δεν είναι ψυχρή και αφιλόξενη και που ένα σάντουιτς από μαρμελάδα πορτοκάλι είναι η απάντηση σε όλα. Γιατί, εξάλλου, αυτή είναι μια από τις μαγείες του πραγματικού σινεμά.