Η διαμάχη ανάμεσα στα τεράστια τέρατα μαζικής καταστροφής, τα Καϊτζού και στα γιγαντιαία ρομπότ, τα Γιάγκερ, τα οποία ελέγχονται ταυτόχρονα από δύο πιλότους μέσα από μια γέφυρα νευρώνων, ήταν μονάχα η αρχή για την νέα, απόλυτη απειλή που βιώνει η ανθρωπότητα. Αυτήν τη φορά, ο Τζέικ, ο άλλοτε πολλά υποσχόμενος πιλότος των Γιάγκερ, του οποίου ο θρυλικός πατέρας έδωσε τη ζωή του για να εξασφαλίσει τη νίκη της ανθρωπότητας ενάντια στα τερατώδη Καϊτζού, καλείται, προκειμένου να γλιτώσει τη φυλακή, να εγκαταλείψει τον υπόκοσμο, όπου έχει μπλεχτεί, και να φανεί αντάξιος της κληρονομιάς του πατέρα του, αντιμετωπίζοντας τα εξωγήινα τέρατα. Στο πλευρό του Τζέικ βρίσκουμε τον Λάμπερτ και τη δεκαπεντάχρονη Αμάρα, οι οποίοι μαζί με τους υπόλοιπους επίλεκτους πιλότους ξεκινούν μια παγκόσμια εξέγερση ενάντια στις δυνάμεις που απειλούν με αφανισμό την ανθρωπότητα.
Το πρώτο «Pacific Rim» ήταν ένα πραγματικό γράμμα αγάπης και φόρος τιμής ενός αιώνιου fanboy, του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, στο πιο αγαπημένο είδος ταινιών της παιδικής του ηλικίας: αυτό των ιαπωνικών kaiju eiga με πρωταγωνιστές τεράστια τέρατα, θρύλους του κινηματογράφου, όπως ο Γκοτζίλα κι ο Μόθρα, σε συνδυασμό με με τα mecha anime. Η ταινία, παρόλο που δεν ήταν μια από τις καλύτερες του ντελ Τόρο, κατάφερε να γίνει ένα instant cult για τους φανς του είδους, κυρίως για τις φαντασμαγορικές και επικές σκηνές δράσης της αλλά και τις υπέροχες anime αναφορές της.
Μια δεύτερη ταινία δεν φαινόταν σε κανέναν παράλογη ως ιδέα, αλλά με τον ντελ Τόρο να μην αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, το ρίσκο ήταν μεγαλύτερο και από τα ρομπότ της ταινίας. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε με τον χειρότερο τρόπο, αφού ο Στίβεν Σ. ΝτεΝάιτ, παραγωγός αρκετών ταινιών δράσης, εδώ στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στη μεγάλη οθόνη, με τον ντελ Τόρο να αναλαμβάνει μόνο χρέη παραγωγού, κατάφερε να κάνει μια ταινία που όχι μόνο δεν μοιάζει ως συνέχεια του σύμπαντος που έχτισε η πρώτη, αλλά φέρνει περισσότερο σε σίκουελ παρωδία των «Transformers».
Τα τεράστια ρομπότ, τα Γιάγκερ και τα Καϊτζού τέρατα, παραμένουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας και συνεχίζουν να κόβουν την ανάσα αλλά μόνο για ελάχιστες στιγμές. Καθώς προχωράει η ταινία, ολοένα και περισσότερο μοιάζουν απλά ως άδεια κελύφη χωρίς ίχνος προσωπικότητας. Ακόμα και οι ονομασίες τους είναι λες και έχουν δοθεί από μια βιομηχανία παιχνιδιών, έτοιμα για μαζική παραγωγή στα καταστήματα για τις γιορτές. Ο ΝτεΝάιτ αδιαφορεί τελείως για τη δραματουργία, οι σκηνές δράσης δείχνουν ανόητες, και μόνο στην τελική μεγάλη μάχη τα πράγματα αρχίζουν να δείχνουν λίγο πιο συναρπαστικά, αν μέχρι τότε δεν έχει χαθεί το όποιο ενδιαφέρον για την ταινία.
Ας μη μιλήσουμε για το σενάριο που εδώ, όχι μόνο δείχνει να είναι ανύπαρκτο και αφελές, αλλά και όπου υπάρχει έστω και μια μικρή εξέλιξη στην ιστορία φαίνεται να μην βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Οι διάλογοι μοιάζουν σαν να έχουν γραφτεί στο πόδι, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων πρωταγωνιστών της είναι μηδαμινές και αδιάφορες, το love story/ερωτικό τρίγωνο για γέλια και οι χαρακτήρες της είναι πιο χάρτινοι και διακοσμητικοί κι από τα τεράστια μεταλλικά Γιάγκερ. Τουλάχιστον στην πρώτη ταινία όλο αυτό καλύπτονταν κάτω από αρκετές στρώσεις καλοστημένων σκηνών δράσης που σε έκαναν να αδιαφορείς για την ιστορία της, ό,τι πρέπει δηλαδή για μια blockbuster ταινία. Εδώ, απλώς το όλο αποτέλεσμα σε αφήνει εγκεφαλικά νεκρό.
Ακόμα και οι πρωταγωνιστές της περνούν για άλλη μια φορά απαρατήρητοι, με τον Τζον Μπογιέγκα (εδώ με μουστάκι) να προσπαθεί να γεμίσει (ανεπιτυχώς) τα παπούτσια του Ιντρις Ελμπα - εξάλλου και ο ίδιος βροντοφωνάζει σε κάθε στιγμή που μπορεί πως δεν είναι ο πατέρας του, οι Τσάρλι Ντέι και Μπερν Γκόρμαν επιστρέφουν και δείχνουν πιο τρελοί από ποτέ, και ο Σκοτ Ιστγουντ, για άλλη μια φορά, περιφέρεται στην ταινία για να δώσει χαρά στα μάτια των θεατών και τίποτα παραπάνω.
Το «Pacific Rim: Εξέγερση» προσπαθεί να σε πείσει επίμονα πως το «μέγεθος μετράει». Αλλά δυστυχώς είναι μια ταινία που ενώ μπορεί να έχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο δεν ξέρει να τα χρησιμοποιεί. Και αυτό είναι ακόμα χειρότερο για το κοινό του ποπ-κορν, στο οποίο απευθύνεται.