Για να γράψεις για κάτι πρέπει πρώτα να το ζήσεις. Αυτή τη φιλοσοφία, όχι σπάνια στη ερευνητική κυρίως δημοσιογραφία ακολουθεί η Μαριάν όταν βγαίνει από τη ζώνη ασφαλείας της αστικής της ζωής για να «υποδυθεί» την καθαρίστρια στο Καν της Νορμανδίας, εκεί όπου δεκάδες «ανώνυμες» γυναίκες ξυπνούν από τα χαράματα για να καθαρίσουν το φέρι μποτ που φεύγει από το μικρό λιμάνι του Ουιστρεχάμ. Ο σκοπός της είναι να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι γυναίκες επιβιώνουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες, να καταγράψει τις εργασιακές συνθήκες στις οποίες αναγκάζονται να υπόκεινται, να ανακαλύψεις τις σχέσεις φιλίας και αλληλεγγύης που αναπτύσσονται μεταξύ τους, να τις κάνει ορατές σε έναν κόσμο προνομιούχων που τις προσπερνά διαρκώς σαν να μην τις βλέπει καν.

Αποφασισμένη να πετύχει το σκοπό της, η Μαριάν θα παίξει με όλους τους δύσκολους κανόνες του «σαν να ήταν μια καθαρίστρια σαν όλες τις άλλες», θα αφομοιωθεί στις συνθήκες ζωής των υπόλοιπων γυναικών, θα δημιουργήσει γερές σχέσεις φιλίας και θα έρθει αντιμέτωπη και με την τελική πρόκληση, όταν θα πρέπει να αποκαλύψει την ταυτότητα της και να πείσει τη νέα της «οικογένεια» πως όλα όσα έζησαν μαζί ήταν αλήθεια.

Ήταν όμως;

Οι πιο ενδιαφέρουσες απολήξεις του «πειράματος» της Μαριάν - ακριβώς το ίδιο είχε κάνει η Φλοράνς Ομπενά που έγραψε και το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία - βρίσκονται ακριβώς σε εκείνο το σημείο της «εξαπάτησης» των γυναικών αλλά και του θεατή από τη Μαριάν. Από την πρώτη σκηνή, όταν ακόμη δεν γνωρίζουμε την πραγματική ταυτότητα της ηρωίδας, στη διάρκεια, όταν ξεχνάς για ώρα πως αυτό που βλέπεις είναι ένα «ψέμα», μέχρι και το μελοδραματικό φινάλε που προς τιμήν του θα τραβήξει την κάμερα από την Ζιλιέτ Μπινός για να χαρίσει το πλάνο στην ερασιτέχνη Ελέν Λαμπέρ, το «Ανάμεσα σε δύο Κόσμους» - πιο συμβατικό από το θέμα του, πιο αφελές απ' όσο νομίζει ότι είναι, πιο μικρό από τις διαστάσεις που θα επιθυμούσε να έχει - παίζει συνεχώς με τη σκέψη (και την συν-ενοχή) του θεατή ισορροπώντας με κάποιον αξιοθαύμαστο για το μέγεθός του τρόπο πάνω στη πάντοτε λεπτή γραμμή του exploitation.

Αρωγός αλλά και σωτήρια λέμβος για τον «στρογγυλό» τρόπο που αντιμετωπίζεται ένα θέμα με πολλές γωνίες, η Ζιλιέτ Μπινός που όχι μόνο το νιώθεις ότι έχει αναλάβει αυτό το πρότζεκτ προσωπικά αλλά βρίσκει την αφορμή να παίξει και με ακόμη΄ένα επίπεδο: αυτό της ηθοποιού που υποκρίνεται πως είναι μια άλλη, εδώ x2, όπως είχε κάνει ακόμη μια φορά στην καριέρα της, στο «Πιστό Αντίγραφο» του Αμπάς Κιαροστάμι. Πειστική ακριβώς επειδή ξέρει να «παίζει» με σαφή τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, η Μπινός δίνει μια σημαντική ερμηνεία, περισσότερο από την κοινωνική διάσταση της «έρευνας» της, επειδή παραμένει στο κέντρο μιας ταινίας ακόμη κι όταν αυτή έχει βρεθεί εκτός αιχμής.