Μια πομπή από γυναίκες διασχίζει ένα βομβαρδισμένο δρόμο και κατευθύνεται προς το νεκροταφείο του χωριού. Μερικές έχουν το πρόσωπο καλυμμένο, άλλες κρατάνε ξύλινους σταυρούς, όλες όμως είναι μαυροντυμένες καθώς τις ενώνει ένα κοινό πένθος. Η Τάκλα, η Αμάλ, η Υβόν, η Αφάφ και η Σαϊντέ υπομένουν στωικά τον καυτό ήλιο, κρατώντας τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους αντρών, οι οποίοι χάθηκαν σ’ έναν μάταιο πόλεμο που έχει κρατήσει υπερβολικά. Καθώς φτάνουν στο νεκροταφείο, η πομπή χωρίζεται σε δύο ομάδες: μια μουσουλμανική και μια χριστιανική.
Σε ένα χωριό κάπου στη Μέση Ανατολή, όπου συνυπάρχουν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, οι γυναίκες είναι αποφασισμένες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Κουρασμένες από το θρήνο για τους αγαπημένους τους και τον αλληλοσπαραγμό, θα σκαρφιστούν κάθε πιθανό κόλπο για να κατευνάσουν τα πνεύματα και να κρατήσουν τα όπλα των ανδρών τους στη θέση τους.
Το ότι ξεκινούν από το σαμποτάζ της μοναδικής τηλεόρασης που έχει σήμα σε όλο το χωριό (επειδή οι ειδήσεις για τις αναταραχές στην περιοχή εξάπτουν τις αντίπαλες πλευρές), δίνει το στίγμα μιας ταινίας που προτιμά από την αρχή να καταγράψει την τραγική κατάσταση στη Μέση Ανατολή με τη μορφή μιας σάτιρας και τη γεύση μιας λαϊκής κωμωδίας, όπως περίπου τη δίδαξε ο Αριστοφάνης.
Οι αναφορές του «Οταν Θέλουν οι Γυναίκες» στη «Λυσιστράτη» είναι σαφείς, όπως και η διάθεση της Λαμπακί να αποφύγει τόσο την τραγικοποίηση των γεγονότων όσο και το μελόδραμα σε μια ιστορία που το σηκώνει και με το παραπάνω, παραμένοντας μάλλον συνεχώς σε μια ευθεία γραμμή λυρικής ελαφρότητας και μαύρης κωμωδίας που σου φέρνει συχνά πυκνά ένα χαμόγελο στα χείλη.
Κάθε υπόσχεση, όμως, μιας ταινίας που ξεκινάει με τις παραπάνω περγαμηνές - και με μια υπέροχη αρχική σκηνή - αρχίζει σιγά σιγά να υποχωρεί κάτω από το βάρος μιας απλοϊκής αντιμετώπισης των πάντων και ενός τόσο προφανούς διδακτισμού που μοιάζει καταδικασμένος – ειδικά στις ταινίες με μήνυμα, όπως αυτή – να ακυρώσει ακόμη και την καλύτερη πρόθεση, πετυχαίνοντας τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που θα επιθυμούσε ο κάθε δημιουργός.
Η Λαμπακί αντιμετωπίζει τους ήρωες της σαν απόλυτα γραφικές φιγούρες (μουντρούχους άντρες που παίζουν με πολεμικά παιχνίδια, δαιμόνιες γυναίκες που μετατρέπουν τις συναθροίσεις τους σε ένα αντιπολεμικό ξεκατίνιασμα) και ενδίδει στο ακραίο φολκλόρ, καθώς η ώρα περνάει και η ταινία της γίνεται πλέον μια παράθεση κωμικών σκετς που παλινδρομούν ανάμεσα στο κιτς και το γκροτέσκο.
Και όχι απόλυτα σίγουρη για το πως οι έντονες δραματικές σκηνές της αλήθειας ενός κόσμου που ζει στην κόψη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο μπορούν να χωρέσουν μέσα σε ένα λουστραρισμένο θορυβώδες λαϊκό θέαμα, η Λαμπακί αδυνατεί να φτιάξει την αλληγορία που θα επιθυμούσε και θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κάτι περισσότερο από ένα ανώφελο crowd pleaser.
Καταλήγοντας σε μια φάρσα που μπορεί να ξεσηκώσει το θεατή, αλλά όχι και ένα πραγματικά ρηξικέλευθο (πόσο μάλλον αριστοφανικό) φιλμ για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί η ειρήνη στη Μέση Ανατολή.