Η ταινία του 2009 του Ζομ Κολέ-Σερά, «Το Ορφανό» ήταν μια ταινία τρόμου η οποία, χωρίς να είναι τίποτα ιδιαίτερο, μιας και έπαιζε με τις κλασικές ανα-τροπές των ταινιών τρόμου, είχε καταφέρει να κερδίσει το κοινό του, κυρίως για το ανατρεπτικό του φινάλε, που (αν δεν έχετε δει την ταινία δεν θα σας κάνουμε spoiler εδώ μιας και αξίζει μόνο και μόνο για να το δείτε) έχει μείνει πλέον κλασσικό.
Και όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, έτσι κι εδώ έρχεται ένα ακόμα σίκουελ/πρίκουελ για να προσπαθήσει να χτίσει το franchise, αλλά και την καριέρα της Ιζαμπελ Φούρμαν στον ρόλο της ψυχοπαθούς Εστερ. Κι όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές κάτι τέτοιο καταλήγει σε κάτι αχρείαστο και σε στιγμές αδιάφορο, που μοναδικό σκοπό έχει να σε κάνει να ξεχάσεις και τις όποιες διασκεδαστικές στιγμές της πρώτης ταινίας.
Η ταινία μας ταξιδεύει στο 2007, δυο χρόνια πριν τα γεγονότα της πρώτης, όπου, αφού ενορχηστρώνει μια ευφυέστατη απόδραση από ένα ψυχιατρείο της Εσθονίας, η Εστερ ταξιδεύει στην Αμερική υποδυόμενη την εξαφανισμένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας. Ωστόσο, μια απροσδόκητη ανατροπή τη φέρνει αντιμέτωπη με μια μητέρα που θα προστατεύσει με κάθε κόστος την οικογένειά της από το δολοφονικό παιδί.
Αυτή την φορά την σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ, γνωστός από μια άλλη σειρά ταινιών τρόμου, το «Τhe Boy», ο οποίος αμέσως ξεμπερδεύει με την γνωστή ανατροπή της πρώτης ταινίας για να δώσει στον χαρακτήρα του την άνεση να είναι αμέσως ο πραγματικό της εαυτός και ανοίγοντας έτσι τον δρόμο σε άλλα σεναριακά παιχνίδια (με δόσεις μυστηρίου από το ντοκιμαντέρ «The Imposter») για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Ομως εδώ ο Μπελ στηρίζεται σχεδόν αμέσως στην υπερβολή και στο καμπ, χωρίς να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα το κόστος πίσω από αυτό.
Ακόμα και όταν στη μέση της ταινίας αλλάζει το ταμπλό του παιχνιδιού με έναν σχεδόν απρόβλεπτο τρόπο που μπορεί να μοιάζει στην αρχή να διαθέτει το ενδιαφέρον του, γρήγορα εξελίσσεται σε κάτι το κλισέ και το γνώριμα αιματηρό με προγραμματισμένους φόνους που συμβαίνουν με μαθηματική ακρίβεια. Ακόμα και στην σκηνοθεσία, ο Μπελ δεν έχει να προσφέρει κάτι έτσι ώστε να δώσει στο σενάριο το αβαντάζ που χρειάζεται.
Η Φούρμαν τουλάχιστον μέσα σε όλο αυτό παραμένει υπέροχα διασκεδαστική στον ρόλο της ανατριχιαστικής μικρής Εστερ, η οποία εδώ της δίνεται σχεδόν αμέσως το ελεύθερο να είναι ο πραγματικός σατανικός της εαυτός, και η Τζούλια Στάιλς δείχνει δυναμική και πάνω από όλα να το διασκεδάζει στον ρόλο της θετής της μητέρας, κάτι που ίσως κερδίσει λίγο το ενδιαφέρον αλλά και κάποιες στιγμές διασκέδασης όταν οι δυο τους αλληλοεπιδρούν στη σκηνή.
Υπάρχουν εκλάμψεις πραγματικού σασπένς και το φιλμ μοιάζει σε στιγμές να διαθέτει μια έξυπνη φόρμουλα, όμως γρήγορα το υπερβολικό σενάριο και κάποιες άστοχες σκηνοθετικές προσεγγίσεις κάνουν ένα ακόμα πρίκουελ να μένει «ορφανό» από ιδέες πολύ γρήγορα.