Χειμώνας του 1943. Οι Σύμμαχοι ετοιμάζονται για μία καθοριστική αποβίβαση στη Σικελία. Αν η εκστρατεία επιτύχει, ανακόπτουν τη φόρα του Χίτλερ και αναγκάζουν τις ναζιστικές δυνάμεις σε υποχώρηση. Ομως υπάρχει η πληροφορία ότι ο Φύρερ γνωρίζει τα σχέδιά τους και έχει ενισχύσει την άμυνα του στρατού του στις σικελικές ακτές - σε βαθμό που κάθε απόπειρα μοιάζει αυτοκτονική. Οι Γιούεν Μόνταγκιου και τον Τσαρλς Κολμόλντλεϊ, δύο μυστικοί πράκτορες του Βρετανικού Στρατού προτείνουν ένα σχέδιο εξαπάτησης των Γερμανών. Ενα σχέδιο αποπροσανατολισμού - τόσο απίστευτο, που θα μπορούσε να επιτύχει. Να κατασκευάσουν την ψεύτικη περσόνα ενός Βρετανού αξιωματικού, το πτώμα του οποίου ξεβράζεται στις ισπανικές ακτές (καθώς το υποτιθέμενο αεροπλάνο του έπεσε στη θάλασσα), κουβαλώντας έναν χαρτοφύλακα με άκρως απόρρητα βρετανικά έγγραφα. Αυτό θα κινητοποιούσε τους πράκτορες των Ναζί να τα κλέψουν και να τα παραδώσουν στο Βερολίνο. Με τα top secret γράμματα να πληροφορούν ότι οι Σύμμαχοι ετοιμάζονται για αποβίβαση στην Ελλάδα, κι όχι στη Σικελία, ο Χίτλερ θα μετακινούσε το στρατό του και ο δρομος θα ήταν ελεύθερος. Ο Τσόρτσιλ εγκρίνει το σχέδιο. Τώρα το μόνο που μένει είναι να το εκτελέσουν. Και, φυσικά, να βρουν ένα πτώμα, τον νεκρό πρωταγωνιστή τους.

Θα ήταν εξωφρενικό σενάριο, αν δεν ήταν αλήθεια. Μία συγκλονιστική αληθινή ιστορία εξαπάτησης που, στο ευρύ κοινό, αποκαλύφθηκε μετά από 65 χρόνια στο best seller βιβλίο του Μπεν Μακιντάιρ «Operation Mincemeat: The true spy story that changed the course of World War II». Το βρετανικό φλέγμα άλλωστε έβαζε την ούγια στην «Επιχείρηση Κιμάς»: το όνομα είχε να κάνει με την κατάσταση του πτώματος ενός άστεγου που χρησιμοποίησαν για να κατασκευάζουν τον ήρωα πολέμου Ταγματάρχη Γουίλιαμ Μάρτιν. Κι αν δεν έφτανε αυτό για την ειρωνία της ζωής που μιμείται την τέχνη: μέσα στην ομάδα μυστικών πρακτόρων των Μόνταγκιου και Κολμόλντλεϊ υπηρετούσε ο νεαρός τότε Ιαν Φλέμινγκ - ο μετέπειτα πατέρας του «Τζέιμς Μποντ».

Κάπως έτσι, η Μισέλ Ασφορντ («The Pacific», «Masters of Sex») έχει στα χέρια της μία εκρηκτική πρώτη ύλη που μπορεί να διασκευάσει σ' ένα σενάριο που τα περιέχει όλα: το στιβαρό θρίλερ κατασκοπείας, γεμάτο σασπένς κι ανατροπές, αλλά και τον παρασκηνιακό σχολιασμό του από τον φιλόδοξο νεαρό συγγραφέα Φλέμινγκ, ο οποίος διατηρεί το ρόλο του αφηγητή. Με πικρό βλέμμα πάνω στις προσωπικές ιστορίες των Γιούεν Μόνταγκιου και Τσαρλς Κολμόλντλεϊ, αλλά και μαύρο χιούμορ για τις ανίερες, και πολλές φορές γελοίες, στιγμές της σοβαρότατης επιχείρησης, το αποτέλεσμα είναι ένα καλογυαλισμένο, απολαυστικό spy movie.

Ο Τζον Μάντεν το διεκπεραιώνει συντηρητικά και κλασάτα - σαν ένα παλιομοδίτικο, κλασικό 50ς δράμα, όπου ο πόλεμος εμπλέκεται και με τη ζωή, τις οικογένειες των ηρώων, τον έρωτα. Χωρίς καμία διάθεση επίδειξης, αλλά κρατώντας θαυμαστά τις ισορροπίες ανάμεσα στο επικό και το προσωπικό, ο Μάντεν καταφέρνει να σε κρατά συναισθηματικά δεμένο με το αποτέλεσμα - όχι μόνο της Ιστορίας (η απόβαση στη Σικελία έχει μείνει ως το πιο επιτυχημένο κεφάλαιο στην ανατροπή του Β' Παγκοσμίου πολέμου), αλλά και των ιστοριών των αφανών ηρώων. «Ολοι σώθηκαν εκτός από εμάς» ομολογεί ο Κολμόλντλεϊ στον Μόνταγκιου, αναγνωρίζοντας πόσο πολύπλοκη είναι η ζωή και οι θυσίες των κατασκόπων - δεν υπηρετεί κανείς σε τέτοιες θέσεις αν δεν κουβαλά τους δαίμονές του.

Κι αν όλα αυτά θα μπορούσαν να καταλήξουν σ' ένα b-movie που θα χάζευε κανείς αδιάφορα από τον καναπέ του, οι ερμηνείες είναι αυτές που το στηρίζουν στιβαρά. Από τους δεύτερους ρόλους (η Κέλι ΜακΝτόναλντ λάμπει, η Πενέλοπι Γουίλτον συγκινεί και κλέβει την παράσταση) μέχρι τους πρωταγωνιστικούς: για όσους δεν παρακολουθούν το τηλεοπτικό «Succession», ο Μάθιου ΜακΦάντιεν είναι μία αποκάλυψη, αλλά, φυσικά, ο Κόλιν Φερθ κερδίζει στα σημεία, προσδίδοντας στο poker face της αυτοθυσίας του αξιωματικού του, ζεστασιά, ευπρέπεια, ευαλωτότητα, περηφάνια και προκατάληψη (επίσης ειρωνικό ότι και οι δύο έχουν παίξει τον Κύριο Ντάρσι).