Ο Τζιορντάνο Τζεντερλίνι δεν είναι και τόσο γνωστός για την σκηνοθετική του καριέρα, μιας και η τελευταία του ταινία στο σινεμά ήταν 20 χρόνια πριν. Παρόλα αυτά κατάφερε να κάνει ένα όνομα στο σινεμά γράφοντας σενάρια, με ίσως το καλύτερό του να ήταν εκείνο για την ταινία «Οι Αθλιοι» του Λατζ Λι το 2019.

Τώρα επιστρέφει για να δοκιμάσει ξανά την τύχη του στην σκηνοθεσία με ένα αστυνομικό θρίλερ, με αρκετές δόσεις από φιλμ νουάρ, το οποίο εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει ως κάτι κοινότυπο, αλλά καταλήγει να είναι ένα αρκετά τολμηρό και γεμάτο ένταση φιλμ με μερικές εξαιρετικές ερμηνείες.

O Λεό, ένας οδηγός μετρό, καθώς οδηγεί προσεγγίζοντας τον επόμενο σταθμό, βλέπει ένα νεαρό άντρα σε ένταση, στην άκρη της πλατφόρμας. Λίγο πριν αυτός πέσει στις γραμμές, αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον γιο του. Καθώς ο Λεό, δεν είχε συναντήσει το παιδί του για χρόνια, ανακαλύπτει πως ο νεαρός ήταν μπλεγμένος σε μια αιματηρή ληστεία, και αποφασίζει να ακολουθήσει τα ίχνη του.

Ο Γαλλικός τίτλος της ταινίας μεταφράζεται ως «Ανάμεσα στη Ζωή και τον Θάνατο» και ακούγεται πολύ πιο ταιριαστός από τον ελληνικό «Στα Ακρα», ως ένα υπαρξιακό δράμα με μια αλληγορία για τις ζωές των χαρακτήρων της και της αδιέξοδης εποχής που ζούμε η οποία συνθλίβει τα όνειρα τους. Στο επίκεντρο αυτών, ο ήρωας της ταινίας, ο Λέο, ζει κάπου εκεί ανάμεσα, μεταξύ ζωής και θανάτου (μεταφορικά και αργότερα μαθαίνουμε κυριολεκτικά) μέχρι που κάποια στιγμή αρχίζει να βυθίζεται σε έναν σκοτεινό κόσμο γεμάτο βία, όπου τον κάνει να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο προς τον αργό θάνατο. Σε αυτό συμβάλει και η υπέροχη ερμηνεία του Αντόνιο ντε λα Τόρε, ο οποίος προσεγγίζει τον αινιγματικό του χαρακτήρα με έναν σιωπηλό δυναμισμό και μια ανείπωτη τραγικότητα στο βλέμμα του. Κάτι που, όταν μεταμορφώνεται σταδιακά σε ένα υποκατάστατο του Λίαμ Νίσον, τον κάνει να μοιάζει περισσότερο ανθρώπινος παρά ως μια φονική μηχανή.

Ο Τζεντερλίνι ξέρει να χειρίζεται το ρυθμό της ταινίας με την σωστές δόσεις έντασης και ηρεμίας, ντύνοντας όλα αυτά με μια υπέροχη καθηλωτική ατμόσφαιρα, με την φωτογραφία του Κριστόφ Νιούνενς να δημιουργεί τις Βρυξέλλες ως μια ασφυκτικά γκρίζα αστική ζούγκλα, με ημιφωτισμένους και βρώμικους δρόμους, αντικατοπτρίζοντας έτσι τον ψυχισμό των ηρώων του. Κρίμα όμως που όλο αυτό μοιάζει περισσότερο ως ένα περιτύλιγμα για να κρύψει καλά ένα επίπεδο σενάριο το οποίο δεν προσπαθεί καν να εξυπηρετήσει την βαριά θεματική που υπόσχεται η πλοκή του. Χωρίς ιδιαίτερες ανατροπές και φορτωμένο από ιδέες που αρκετές δεν φαίνεται να καταλήγουν κάπως, ενώ άλλες μένουν ανεκμετάλλευτες, οδηγώντας το σε ένα κλισέ και αναμενόμενο φινάλε.