Η Ολγα Μπενάριο Γκούτμαν Πρέστες γεννήθηκε στη Γερμανία από εβραϊκή οικογένεια και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα από τα 15 της χρόνια. Όταν το 1930, ο πρώτος της σύζυγος και στέλεχος του ΚΚ Γερμανίας Οττο Μπράουν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τη δημοκρατία της Βαϊμάρης η Ολγα οργανώνει μια παράτολμη ένοπλη επιχείρηση για την απόδρασή του μέσα από την αίθουσα όπου δικαζόταν. Διαφεύγουν μαζί στην Τσεχοσλοβακία κι από εκεί στη Σοβιετική Ένωση. Αναλαμβάνει και εκτελεί πολλές διεθνείς αποστολές για λογαριασμό της Κομιντέρν, πράγμα που της στοίχισε μια σύλληψη στη Μεγάλη Βρετανία για κατασκοπεία. Το 1934, κι ενώ έχει χωρίσει από τον πρώτο της σύζυγο, της ανατίθεται η αποστολή να βοηθήσει τον ηγέτη του ΚΚ Βραζιλίας Λουίς Κάρλος Πρέστες στην προσπάθειά του να εισέλθει παράνομα στη χώρα του. Υποδύονται το ζευγάρι Πορτογάλων, περνούν από μια σειρά χώρες για να μην κινήσουν υποψίες, μέχρι που φτάνουν στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Η κάλυψη έχει στο μεταξύ μετατραπεί σε πραγματικότητα και η Όλγα Μπενάριο είναι πλέον ζευγάρι με τον Πρέστες. Μαζί με άλλους ξεκινούν την προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΚΚ Βραζιλίας.
Τρεις (ή και παραπάνω) ταινίες στη συσκευασία της μίας, η εποποιία του Χάιμε Μονχάρντιμ μοιάζει να έχει βγει από το εργοστάσιο των μίνι σειρών που σε καθηλώνουν στην τηλεόρασή σου Κυριακή απόγευμα, ακριβώς επειδή δεν έχουν καμία διάθεση να φερθούν κινηματογραφικά στην ιστορία τους – παραμένοντας πεισματικά επικές, πομπώδεις, λυρικές και εκβιαστικές όσο και το μήνυμά τους.
Η πραγματικά άγνωστη και σπουδαία – τουλάχιστον με τη σπουδαιότητα που ανέκαθεν είχαν οι ανιδιοτελείς αγωνίστριες αυτού του κόσμου – ιστορία της Ολγκα Μπενάριο Γκούτμαν Πρέστες απλώνεται στα χρόνια πριν από τη φυγή της από το αστικό της σπίτι στη Γερμανία, στα πρώτα της χρόνια στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στο μεγάλο της ταξίδι στη Βραζιλία και από εκεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί.
Η διαδρομή της, ελαφρώς αποδομημένη χρονικά (με μικρά ή μεγάλα flash-backs) είναι η βάση πάνω στην οποία η ταινία που φέρει το όνομά της προσπαθεί να σημαδέψει στο μεγάλο χάρτη της Ιστορίας και μαζί να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα της: ένα στιβαρό μείγμα πίστης και επιμονής στα ιδανικά μιας ιδεολογίας που θα κατέρρεε πιο ηχηρά και από τον τρόπο με τον οποίο όλοι πίστευαν ότι θα κυριαρχήσει στο άμεσο μέλλον.
Τι κρίμα που ο τρόπος που επιλέγει να το κάνει ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης – σε μια πρωτοφανή για την Βραζίλία μεγάλη παραγωγή - είναι πομπώδης, χτισμένος πάνω στη μουσική που δυναμώνει κάθε φορά που πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία αυτού που εκτυλλίσσεται στην οθόνη και σε μια λογική, αν όχι προπαγανδιστική, τότε σίγουρα μονίμως στραμμένη στο δόγμα του κομμουνισμού και ούτε σπιθαμή παραπέρα.
Στο πρόσωπο της Καμίλα Μοργάδο, η οποία υποδύεται την Ολγκα με καθε απόθεμα της ειλικρίνειας που της απομένει από ένα περιβάλλον πιο τεχνητό και από τα σκηνικά της «εποχής», μπορείς να αντιληφθείς το πείσμα και την πίστη μιας γυναίκας που έμελλε να γίνει σύμβολο. Ωστόσο στο ίδιο πρόσωπο διακρίνεις και την υπερβολή μιας ταινίας (για να μην μιλήσει κανείς για το στόμφο στους αγωνιστικούς μονολόγους και στα ερωτικά κρεσέντα) που θέλει με οποιονδήποτε τρόπο να σου εξηγήσει αυτό που λέει και να στο ξαναπεί πριν το αμφισβητήσεις, στέλνοντας κάθε έννοια αγνού συναισθήματος στο περιθώριο.
Φυσικά πιο δυνατό στις στιγμές του στοχασμού του και όχι στα βαρύγδουπα λόγια και την ακόμη πιο βαρύγδουπη μουσική, το «Olga» έμοιαζε ήδη από την κατασκευή του καταδικασμένο να μείνει λησμονημένο από την ιστορία του σινεμά. Θα ήταν η επίσημη υποβολή της Βραζιλίας για το Ξενόγλωσσο Οσκαρ (χωρίς να καταλήξεις στα Οσκαρ), αλλά τελικά θα έμενε γνωστό περισσότερο ως ένα τέλειο δείγμα τηλεόρασης που μόνο υπό (βαριά) αγωνιστική διάθεση - και μόνο από ενδιαφέρον να μάθεις την αληθινή ιστορία - θα έβλεπες στο σινεμά.