Τέσσερις φαινομενικά αταίριαστοι ήρωες, ένας συνοικιακός έμπορος μαύρου, μια στρίπερ σε απόγνωση, ένα κορίτσι που το’χει σκάσει από το σπίτι του κι ένα αγόρι που θέλει απελπισμένα να χάσει την παρθενιά του, παρουσιάζονται ως υποδειγματική αμερικανική οικογένεια, προκειμένου να διασχίσουν με το τροχόσπιτό τους τα σύνορα του Μεξικό προς την Καλιφόρνια, μεταφέροντας μια τεράστια ποσότητα μαριχουάνας. Το σχέδιό τους θα πάει κατά διαβόλου, αλλά στην πορεία θα διαπιστώσουν ότι αντί να μοιραστούν τα κέρδη, μπορούν να μοιραστούν κάτι με ακόμα μεγαλύτερη αξία: την αγάπη και τη συντροφικότητα.

Η κεντρική ιδέα αυτής της κωμωδίας δεν είναι πρωτότυπη: προστίθεται στη σειρά των ταινιών που φέρνουν καταχρηστικά κοντά μια ομάδα συγκρουόμενων ηρώων, με κωμικά αποτελέσματα. Το πόσο κωμικά είναι αυτά τα αποτελέσματα κάνει τη διαφορά και οι Μίλερ δεν προκαλούν πολλά γέλια.

Το σενάριο, γραμμένο από δύο δημιουργικά δίδυμα, τους Στιβ Φέμπερ και Μπομπ Φίσερ του «Wedding Crashers» και τους Σον Αντερς και Τζον Μόρις του «Hot Tub Time Machine» αποδεικνύει ότι δεν ισχύει πάντα το «η ισχύς εν τη ενώσει». Ομολογουμένως η αφορμή είναι χαριτωμένη, ότι δηλαδή στην αμερικανική νοοτροπία ο ανόητος, καλοπροαίρετος οικογενειάρχης είναι υπεράνω υποψίας και μπορεί να πραγματοποιήσει τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Ωστόσο η ανάπτυξη των χαρακτήρων είναι ανύπαρκτη, οι ήρωες αδιάφορες καρικατούρες και η πλοκή ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από σκαμπανεβάσματα, με το γέλιο να διαδέχεται το αδιέξοδο, ξανά και ξανά.

Η σκηνοθεσία του Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ (της φήμης του «Dodgeball»), δεν κάνει κάτι για ν’ ανατρέψει την πορεία αυτής της κοινότυπης διαδρομής. Το ύφος του δεν είναι σίγουρο ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει: της ξέφρενης φαρσοκωμωδίας, ή της συγκρατημένης σάτιρας κι έτσι δοκιμάζει, εναλλάξ, λίγο απ’ το καθένα, ώσπου να φτάσει τα αχρείαστα 110 λεπτά.

Το μοναδικό στοιχείο που πραγματικά προσφέρει απόλαυση στην ταινία, είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές της: η Τζένιφερ Ανιστον που ξέρει να συγκροτεί μια νευρωσική αλλά και στο βάθος τρυφερή ηρωίδα (κι επίσης ξέρει να κάνει εκπληκτικό στριπτίζ στον ελεύθερό της χρόνο!), ο Τζέισον Σουντέικις που αρνείται να ενηλικιωθεί κι εδώ, επιτέλους, αναδεικνύεται σ’ έναν κεντρικό ρόλο, ο απίθανος Νικ Οφερμαν με το ξεκαρδιστικά ανέκφραστο πρόσωπο. Αν, μόνο, κι η ταινία έβαζε το χεράκι της για να λάμψουν.

Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «We're the Millers» εδώ.