Δυο φρεσκο-απολυμένοι, “δεινόσαυροι” σαραντάρηδες, ο Βίνς Βον και ο Όουεν Ουίλσον, χάνουν τις δουλειές τους και προσγειώνονται απότομα στον πλανήτη ίντερνετ! Αφού ξεκαθαρίσουν εντός τους ότι είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τους παραδοσιακούς τρόπους εργασίας και να περάσουν στη νέα, “ψηφιακή”, εποχή αποφασίζουν να δηλώσουν συμμετοχή για πρακτική άσκηση στον ιντερνετικό κολοσσό που ακούει στο όνομα Google, με προοπτική, κάποια μέρα, να μονιμοποιηθούν. Εκεί όμως ο ανταγωνισμός είναι πολύ δύσκολος για τον Βινς Βον και τον Όουεν Ουίλσον, καθώς ο δρόμος για μια θέση σε μια από τις καλύτερες εταιρείες παγκοσμίως, περνάει ανάμεσα από πανούργους, ανταγωνιστικούς εικοσάχρονους με σπινθηροβόλο βλέμμα.

Πόσο αστεία μπορεί να είναι μια ταινία με κεντρικό θέμα την αναζήτηση του «googliness»; Πολύ, αν θεωρήσει κανείς ότι ένας τέτοιος νεολογισμός αφορά όχι μόνο το τι ορίζει τον τέλειο υπάλληλο της Google («ένα μείγμα πάθους και κινήτρων που είναι δύσκολο να ορίσεις αλλά εύκολο να εντοπίσεις», όπως ορίζεται στα επίσημα έγγραφα της εταιρίας), αλλά και την πιο μαζική πλευρά της ιντερνετικής κουλτούρας της εποχής μας.

Είναι σαφές ότι εκεί πάτησε ο Βινς Βον όταν σκέφτηκε πως ήρθε πια ο καιρός μετά από το 2005 και το «Wedding Crashers» να ξανασυνεργαστεί με τον Οούεν Γουίλσον και κάθισε να γράψει το σενάριο (μαζί με τον Τζάρεντ Στερν) των «Καταφερτζήδων», φέρνοντας δύο old fashioned άνεργους πωλητές, που δεν έχουν ιδέα ούτε πως στέλνεις sms, αντιμέτωπους με τον καινούριο θαυμαστό κόσμο του ιντερνετ, των html και των apps για smartphones.

Και μετά ξυπνήσαμε όλοι και ήμασταν στο 2013, μόνο που κανείς δεν ειδοποίησε τον Βινς Βον και τον Οουεν Γουίλσον που μοιάζουν να πρωταγωνιστούν σε μια ταινία που θα είχε κάποιο νόημα τουλάχιστον μια δεκαετία πριν. Και δυστυχώς αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της. Από την κατασκευή τους ανώδυνοι, αφελείς και διδακτικοί, οι «Καταφερτζήδες» είναι μια ταινία που αναλώνεται σε μια σειρά από χαζομάρες με όλη τη σημασία της λέξης που όχι μόνο δεν φέρνουν χαμόγελα στα χείλη των θεατών, αλλά εντείνουν την αγωνία του μέχρι ποιο σημείο μια αυτοαποκαλούμενη κωμωδία θα προσπαθεί να βγάλει γέλιο χωρίς ίχνος πραγματικού χιούμορ.

Οσο αξιολάτρευτοι και αν είναι οι Βον και Γουίλσον, είναι αδύνατον μετά από την πρώτη μισή ώρα να τους παρακολουθείς να παλιμπαιδίζουν αγρίως σε μια γλυκανάλατη παραβολή για το αμερικάνικο όνειρο, την ίδια στιγμή που η πλύση εγκεφάλου υπέρ της Google ως ενός κολοσσού που έχει φτιαχτεί για να κάνει καλό στον πλανήτη υπερβαίνει κάθε έννοια του product placement σε ένα διαφημιστικό που διαρκεί δύο ώρες.

Ούτε μια ταινία για tech freaks, ούτε μια ταινία για τους φανς του «Wedding Crashers», ούτε μια ταινία για απογευματινή τηλεοπτική προβολή την Κυριακή το μεσημέρι, οι «Καταφερτζήδες» είναι αλήθεια πως δεν προσποιούνται πως είναι κάτι σπουδαίο ή κάτι πραγματικά πρωτότυπο. Αλλά αυτό δεν τους κάνει λιγότερο υπόλογους απέναντι σε ένα κοινό που δικαιούται να έχει απαιτήσεις, σχεδόν όσες υπόσχεται η κεντρική ιδέα της ταινίας αλλά δεν υλοποιεί ποτέ.

Λίγο πριν το τέλος είσαι αρκετά σίγουρος πως βρίσκεσαι ενώπιον μιας κακώς εννοούμενης «ταινίας για όλην την οικογένεια» που αναμφίβολα έχει εξασφαλίσει στο διηνεκές καλή θέση στα αποτελέσματα αναζήτησης του Google Search, κάνοντας το κουμπί του «I’m Feeling Lucky» να μοιάζει με κακόγουστο inside joke.