Το να μεταφέρει κάποιος ένα θεατρικό στη μεγάλη οθόνη δεν είναι και η πιο εύκολη υπόθεση. Και πόσο μάλιστα όταν αυτό βασίζεται κυρίως στην δύναμη των διαλόγων του και του κειμένου του. Μια τέτοια ταινία είναι και το «Οι Γείτονες από Πάνω», το νέο εγχείρημα του σκηνοθέτη Σεσκ Γκέι (που είχε συγκινήσει με το «Truman» το 2016), η οποία ναι μεν έχει τα φόντα για μια μελέτη πάνω στις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις, αλλά ποτέ δεν βρίσκει το συναισθηματικό κρεσέντο που περιμένεις.
Ο Χούλιο και η Ανα είναι ζευγάρι για πάνω από 15 χρόνια. Δεν κοιτάνε ο ένας τον άλλο, ούτε αγγίζουν ο ένας τον άλλο πια και οι καυγάδες είναι η καθημερινότητά τους. Ένα βράδυ, η Ανα καλεί στο σπίτι τους από πάνω γείτονες. Ο Σάλβα και η Λάουρα είναι λίγο πιο νέοι και έφεραν μια νότα χαράς και αισιοδοξίας όταν πρωτομετακόμισαν στο κτήριο. Οι συνεχείς αναστεναγμοί και τα βογγητά που ακούγονται από το διαμέρισμά τους, όμως, αποτελούν πηγή έντασης για τον Χούλιο και την Ανα. Ισως να είναι και ζήλια. Ισως να εύχονται και η δική τους σεξουαλική ζωή να ήταν τόσο… πικάντικη! Αυτό το βράδυ, οι γείτονες θα γίνουν αυτουργοί αλλά και θύματα ενός συναισθηματικού τσουνάμι, με αφορμή μια ασυνήθιστη και απρόσμενη πρόταση.
Βασισμένη πάνω στο θεατρικό έργο του ίδιου του Γκέι «Los Neighbors de Arriba», και υποψήφια για 5 βραβεία Goya, ανάμεσά τους και αυτό για την Καλύτερη Ταινία, η κεντρική δομή της ταινίας δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Μια παρέα ατόμων, στην προκειμένη περίπτωση δυο ζευγάρια, το ένα τελείως αντίθετο από το άλλο, κλεισμένα μέσα σε ένα διαμέρισμα, όπου η σχέση τους ενός από αποδομείται μετά από μια απρόσμενη πρόταση του άλλου, κι όλα αυτά μέσα σε μια βραδιά. Ο Γκέι δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο στους διαλόγους του, ειδικά στο πρώτο μέρος όπου γνωρίζουμε καλύτερα το ζευγάρι του Χούλιο και της Ανα, αλλά και τις ρωγμές που έχουν δημιουργηθεί στην σχέση τους μετά από τόσα χρόνια γάμου, θέμα το οποίο το προσεγγίζει με αρκετή ειλικρίνεια και χωρίς κυνισμό.
Οταν το δεύτερο ζευγάρι, πιο απελευθερωμένο ερωτικά και χωρίς κανένα ταμπού, μπαίνει στην εξίσωση, οι ισορροπίες αρχίζουν να διαταράσσονται. Υπάρχουν στιγμές που ο Γκέι ξέρει να χρησιμοποιεί στο έπακρο το χιούμορ και τον σαρκασμό ως ανατροπή στο δράμα, αλλά και τις σιωπές ως στιγμές συναισθηματικής έντασης, αλλά πότε δεν αφήνει την ταινία του, και τους χαρακτήρες του, να ξεφύγουν από τα κλισέ και τις νόρμες, δεν ρισκάρει, παραμένοντας πεισματικά ως το τέλος σε μια συντηρητική προσέγγιση στις σημερινές σχέσεις και στο σεξ, με την πλοκή να προχωράει σε ένα αναμενόμενο φινάλε.
Αν ξεχωρίζει κάπου το «Γείτονες από Πάνω» είναι στις πραγματικά υπέροχες ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών. Ολοι βρίσκουν τις στιγμές τους για να λάμψουν, αλλά ο Χαβιέρ Κάμαρα (από το «Μίλα της» και το «Δεν Κρατιέμαι» του Πέδρο Αλμοδόβαρ) καταφέρνει να ξεχωρίσει ως ο άντρας που χρησιμοποιεί τον σαρκασμό για να κρύψει τις ανασφάλειές του χρησιμοποιώντας το ως εργαλείο για να ξεφύγει από τις όποιες δύσκολες καταστάσεις βρίσκει μπροστά του. Μια ερμηνεία που φαινομενικά φαίνεται εύκολη στην διεκπεραίωση της, αλλά που ο Κάμαρα καταφέρνει να κάνει δική του με μια ανείπωτη θλίψη και πόνο κρυμμένα καλά στα μάτια του.
Σίγουρα η αντίληψη του τέλειου συντρόφου είναι ένα απατηλό όνειρο και «Οι Γείτονες από Πάνω» το δείχνουν όσο πιο ανώδυνα γίνεται χωρίς να βουτάνε βαθιά στα σκοτεινά νερά των ανθρωπίνων σχέσεων. Με δόσεις χιούμορ αλλά και τις σωστές αναλογίες δράματος μας κάνει να ξεχάσουμε λίγο τα δικά μας ερωτικά προβλήματα, αλλά όχι και να σκεφτούμε το πώς, και αν χρειάζεται, να κάνουμε κάτι γι’ αυτά.