Οι Αλντο, Τζιβάνι και Τζιάκομο ξεκινούν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, δε γνωρίζονται μεταξύ τους, ενώ οι ζωές και οι οικογένειές τους δεν μπορούν να είναι πιο διαφορετικές: ο οργανωτικός τύπος που όμως η επαγγελματική του ζωή είναι καταστροφική, ο επιτυχημένος μεγαλογιατρός που παλεύει απέναντι στον έφηβο γιο του και ο κλασικός υποχόνδριος με τον σκύλο που τον λένε Μπράιαν και ένα πάθος για τον τραγουδιστή Μάσιμο Ρανιέρι. Tρεις τελείως διαφορετικοί τρόποι ζωής που διασταυρώνονται σε ένα μικρό νησί έξω από τις ιταλικές ακτές στην ίδια παραλία και δυστυχώς στο ίδιο σπίτι. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, αλλά τρελά διασκεδαστική: διαφορετικές συνήθειες, δύο από τα παιδιά τους ερωτεύονται μεταξύ τους και τρεις γυναίκες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που όμως γίνονται κολλητές.

Οι Αλντο Μπάγιο, Τζιάκομο Μπορέτι και Τζιοβάνι Στόρτι θεωρούνται ένα από τα πιο δυναμικά και αγαπημένα κωμικά σχήματα στην γειτονική μας Ιταλία. Εχουν συμπρωταγωνιστεί μαζί σε αρκετές κωμωδίες με, όσο πιο κομψά μπορούμε να το πούμε, διφορούμενα αποτελέσματα, και με την τελευταία τους, το «Οχι Αλλο Καλοκαίρι», μια τεράστια επιτυχία στο ιταλικό box office, συγκεντρώνοντας πάνω από ένα εκατομμύριο θεατές και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να λείψει αυτό το καλοκαίρι από τα ελληνικά θερινά.

Το πρώτο πράγμα που ίσως κάποιος παρατηρεί κανείς βλέποντας την ταινία είναι το πόσο καλή χημεία υπάρχει μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών. Βοηθάει σ' αυτό και η σκηνοθετική καθοδήγηση του Μάσιμο Βενιέρ, ο οποίος έχει κάνει αρκετές από τις προηγούμενές τους ταινίες και γνωρίζει έτσι, καλύτερα από όποιονδήποτε άλλο τις δυναμικές τους. . Αλλά αυτές που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν με το στιλ και την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους είναι οι τρεις γυναίκες τους, Λουτσία Μάσιμο, Καρλότα Νατόλι και Μαρία ντι Μπιάσε, οι οποίες παραμένουν με διαφορά οι πιο ενδιαφέρουσες χαρακτήρες καθ’ όλη την διάρκεια, δίνοντας ταυτόχρονα μια πινελιά γοητείας σε ένα ιδιαίτερα τετριμμένο σενάριο.

Και κάπου εδώ σταματούν τα θετικά μιας ταινίας η οποία σύντομα πέφτει στα κλισέ και τα στερεότυπα, με τις «una faccia una razza» στιγμές της που ίσως να σου θυμίσουν αρκετά κομμάτια από το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι για να μπορέσουν έτσι προκαλέσουν, ακόμα και με το ζόρι, κάποιο άβολο χαχανητό ακόμα και στο εγχώριο κοινό. Διαρκώντας τουλάχιστον μισή ώρα περισσότερο από ό,τι ίσως θα έπρεπε, η ταινία πότε δεν φτάνει στο σημείο να σε κάνει να ξεκαρδιστείς από τα γέλια, παραμένοντας κάπως μουδιασμένη και αμήχανη μέχρι το - όλο λάθος - τέλος. Ακόμα και τα τραγούδια του Μάσιμο Ρανιέρι, μπορεί να δίνουν έναν τόνο νοσταλγίας, αλλά πότε δεν αξιοποιούνται επαρκώς για να προκαλέσουν οποιοδήποτε συναίσθημα.

Μπορεί το «Οχι Αλλο Καλοκαίρι» να έκανε τεράστια επιτυχία στη γείτονα χώρα, αλλά εδώ μοιάζει περισσότερο σαν να κάθεσαι να βλέπεις υπομονετικά, και με το ζόρι ίσως, ένα δίωρο σχεδόν βίντεο με τις απίστευτα βαρετές διακοπές κάποιων συγγενών σου. Κι αν αναλογιστεί κανείς πως ο ιταλικός τίτλος του φιλμ, «Odio l’ Estate», μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Μισώ το Καλοκαίρι», τότε κάπου, κάπως, κάποτε χάσαμε την ειρωνία κυριολεκτικά μέσα από τα μάτια μας.