Ο Τζιάνι είναι αισίως εξήντα χρόνων, αλλά ακόμα ακμαιότατος. Ευγενικός και με μεγάλες αντοχές, στηρίζει όλη του την οικογένεια: τη γυναίκα του, που εργάζεται σε μια δουλειά με πολλές υποχρεώσεις, την κόρη του αλλά και το αγόρι της που μένει μαζί τους, το σκύλο και τη γάτα. Επίσης την εννενηντάχρονη μητέρα του, ξεπεσμένη αριστοκράτισσα η οποία επιμένει να ζει ανέμελα στην οικογενειακή βίλα στα περίχωρα της Ρώμης με τις φίλες της. Η μονότονη ζωή του Τζιάνι αναστατώνεται όταν ο φίλος του Αλφόνσο, προκειμένου να του ανοίξει τα μάτια, του εκμυστηρεύεται πως όλοι οι φίλοι τους έχουν ερωμένες. Συγκλονισμένος από την ανακάλυψη, αποφασίζει να δράσει άμεσα...

Βάζοντας τον εαυτό του στο κέντρο τόσο της προηγούμενης ταινίας του «Αυγουστιάτικο Γεύμα στη Ρώμη», όσο και σ αυτή εδώ, δίνοντας στον ήρωά του το δικό του όνομα, δεν είναι δύσκολο να υποθέσεις ότι ο Τζιάνι Ντι Γκρεγκόριο, μας ανοίγει τις σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου μέσα από τις ταινίες του.

Ισως όχι εξιστορώντας γεγονότα από την ζωή του, αλλά φέρνοντας στην επιφάνεια κάτι από τις ανησυχίες, τα άγχη, τις σκέψεις ενός άντρα που βρίσκεται στις δεκαετίες των «-ήντα» και βλέπει τον εαυτό του να εξαφανίζεται σιγά σιγά από το οπτικό πεδίο των γύρω του, κυρίως φυσικά των γυναικών.

Κι αν η θέση του «Ιταλού Γούντι Αλλεν», έχει καταληφθεί εδώ και χρόνια από τον Νάνι Μορέτι, ο Ντι Γκρεγκόριο, μοιάζει να παίζει τον ρόλο ενός πιο λαϊκού αντίστοιχού του, κάποιου που κάνει μερικές προφανέστατες μεν, αλλά αναμφίβολα αληθινές, παρατηρήσεις για την ανδρική κατάσταση και ψυχολογία.

Πετυχημένος σεναριογράφος (έχει υπογράψει το σενάριο του «Gomorra», ανάμεσα σε άλλα), ξέρει να στήνει χαρακτήρες και να τους σκιαγραφεί με αδρές γραμμές, αλλά μοιάζει να δυσκολεύεται να κινηματογραφήσει μια μεγαλύτερη εικόνα που να μπορεί να χωρέσει την πραγματικότητα του καθενός.

Ετσι μοιραία, το «Ο Τζιάνι και οι Γυναίκες», μοιάζει με μια συρραφή από σκετς και στιγμιότυπα, στα οποία μόνο ο ήρωας μοιάζει να βρίσκεται σε καθαρό φόκους, με τους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω του, να παραμένουν στην καλύτερη «φλου», ή να φλερτάρουν επικίνδυνα με την καρικατούρα.

Ασφαλώς και η ταινία έχει αστείες στιγμές, φυσικά και μπορείς να αναγνωρίσεις όχι μόνο μια συναισθηματική αλήθεια αλλά και μια χαριτωμένη ακτινογραφία ενός γνώριμου, ιταλικού ταμπεραμέντου, αλλά από την άλλη, το αποτέλεσμα μοιάζει στηριγμένο σε μια μόνο (όχι και τόσο ενδιαφέρουσα) ιδέα, που στην πραγματικότητα, το φιλμ δεν εξελίσσει ιδιαίτερα.