Ο μισότρελος, καμένος ροκάς, σχεδόν αλκοολικός Αρσέν, σεναριογράφος και ατζέντης, έχει νιώσει στο πετσί του τις απανωτές ματαιώσεις μιας πολυπόθητης επιτυχίας. Όταν εμφανίζεται μια υποψία ευκαιρίας να συναντήσει μαζί με τον προστατευόμενο του ηθοποιό Φράνκι Πάστορ (που περνά μια φάση κατάθλιψης και αϋπνίας) έναν κορυφαίο σκηνοθέτη, διαισθάνεται πως η μεγάλη στιγμή έφτασε. Το παράξενο ζευγάρι, ρισκάροντας τα πάντα, διασχίζει μια μελαγχολική Ευρώπη ώσπου να φτάσει σε ένα άγνωστο φεστιβάλ στον Αρκτικό Κύκλο. Στην περιπετειώδη του Οδύσσεια, έχει παρέα έναν εκκεντρικό εμιγκρέ παρία, μια μυστηριώδη φαμ φατάλ με τα μάτια της Άβα Γκάρντερ, μια όμορφη Πολωνέζα φοιτήτρια, μια 16ρα μηχανή προβολής, το σάουντρακ ενός ξεχασμένου φιλμ νουάρ, διάφορα κλεμμένα αυτοκίνητα, κάμποσες κασέτες ροκαμπίλι, ένα πιστόλι, άφθονο αλκοόλ, χάπια και, κυρίως, το ασίγαστο πάθος για ένα σινεμά που πεθαίνει.

Λίγο πολύ όπως κι ο τίτλος της, έτσι και η ταινία των Μπαμπινέ και Κιν προσπαθεί λίγο πιο σκληρά απ ότι θα χρειαζόταν να είναι έξυπνη και χαριτωμένη. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ υπάρχει στην ταινία μόνο μέσω μιας ατάκας του που εμφανίζεται στην αρχή, σε μια κάρτα που μεταφέρει μια διάσημη ατάκα του για το πόσο ταλέντο χρειάζεται για να γίνεις ηθοποιός: «αν τα κατάφερε ο Ριν Τιν Τιν, μπορώ κι εγώ», ή κάπως έτσι το είχε πει ο μακαρίτης σταρ, για τον τετράποδο επίσης σταρ του Χόλιγουντ.

Μόνο που Φρανκι, ο ηθοποιός που υποδύεται εδώ ο ο Πάμπλο Νικομέντες, μοιάζει να έχει λιγότερο ταλέντο ακόμη κι από τον Ριν Τιν Τιν. Κι όσο κι αν προσπαθεί ο αληθινά αφοσιωμένος ατζέντης του Ολιβιέ Γκουρμέ, η πολυπόθητη καριέρα δεν έρχεται με τίποτα. Και το ταξίδι στον αρκτικό κύκλο για την συνάντησή τους με τον διάσημο Σαρινέφ, δεν μοιάζει γραφτό να καταφέρει πολλά περισσότερα.

Μόνο που ως γνωστόν, σημασία δεν έχει πάντα ο προορισμός, μα συχνά το ταξίδι, μόνο που εδώ, στο σουρεαλιστικά μελαγχολικό αυτό road movie είναι κι αυτό λιγότερο ενδιαφέρον απ΄όσο θα ήθελες, με την θέα να μοιάζει υπερβολικά γνώριμη και μάλιστα κάτω από καλύτερες συνθήκες.

Το άρωμα του σινεμά του Τζάρμους, ή του Ακι Καουρισμάκι είναι κάτι παραπάνω από εμφανές, σχεδόν σε κάθε στοιχείο του φιλμ, από τους παράδοξους χαρακτήρες, τις μουσικές επιλογές, την σινεφιλία και την «γκρίζα» φωτογραφία του Τίμο Σάλμινεν, όμως το «Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ Είναι Νεκρός» δεν κατορθώνει να το μετουσιώσει σε κάτι αυθύπαρκτο κι αληθινά ενδιαφέρον.

Υπάρχουν στιγμές που το χιούμορ του είναι χαριτωμένο και η αισθητικές αναφορές του είναι αναμφίβολα γοητευτικές, όμως δύσκολα μπορείς να ενθουσιαστείς με μάτι που μοιάζει με ένα hommage σε σκηνοθέτες που όχι μόνο εξακολουθούν να δουλεύουν στο σινεμά, αλλά έχουν ήδη προχωρήσει το έργο τους σε πιο ουσιαστικές περιοχές πέρα από τους παιχνιδιάρικους πειραματισμούς με την φόρμα, το ύφος και την αφήγηση.