Ο Τζον Ριντ είναι ένας ιδεαλιστής δικηγόρος που πιστεύει ότι μπορεί να φέρει στην Αγρια Δύση τον Λόγο του Νόμου. Οταν ένας καταζητούμενος σαδιστής δολοφονήσει τον αδελφό του με φρικτό τρόπο, ο Τζον θα ξεκινήσει ένα μοναχικό ταξίδι εκδίκησης. Δίπλα του στο δρόμο θα ταξιδέψει ο Ινδιάνος Τόντο, γραφικός, αλαφροΐσκιωτος και ταυτόχρονα σοφός, που έχει κι εκείνος δικά του ζητήματα να λύσει.
Πολύ μιλάς, λίγο φιλάς θα μπορούσε κανείς να πει στον Γκορ Βερμπίνσκι, ο οποίος κάνει μια κλασική κωμωδία γουέστερν να μοιάζει περισσότερο με το λήμμα «Lone Ranger» στο wikipedia, παρά με ένα διασκεδαστικό παραμύθι. Τέτοια μοιάζει να είναι η έγνοια παραγωγής και σκηνοθέτη να ασπαστεί τον λαϊκό αμερικανικό θρύλο και η υπόλοιπη υφήλιος – και να τον τιμήσει με το εισιτήριό της – που η ιστορία περνά από παρουσίαση σε επεξήγηση και πάλι πίσω, ξεχνώντας να «παίξει» με τους καουμπόηδες και τους Ινδιάνους σαν παλιό καλό γουέστερν. Αντίθετα, η ταινία επιμένει ιδεολογικά να καλλιεργήσει την παραδοσιακή αγάπη των Αμερικανών για την αυτοδιοίκηση αλλά και την αυτοδικία, μια και στην πραγματικότητα παρουσιάζει έναν ήρωα που θέλει να αντιμετωπίσει το Σύστημα με το χέρι του Νόμου, αλλά καταλήγει αναγκαστικά να γίνεται παράνομος.
Ο Αρμι Χάμερ είναι θαυμάσια επιλογή για το ρόλο του Τζον Ριντ, με το απαραίτητο clean-cut προφίλ, την αθωότητα στο βλέμμα και την αδεξιότητά του να αντιμετωπίσει την αληθινή ζωή, έξω από τα βιβλία και τους κανόνες. Ο Τζόνι Ντεπ, από την άλλη, συνθέτει ακόμα ένα ρόλο – καρικατούρα, τον πιο ακραίο και σχηματικό του ως τώρα, κρύβοντας ακόμα πιο βαθειά το αποδεδειγμένο, παλιότερα, υποκριτικό του ταλέντο. Οι δυο γυναίκες της ταινίας, η «Κόκκινη» Ελενα Μπόναμ Κάρτερ και η Ρουθ Γουίλσον καταφέρνουν ν’ αποδώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα διαμετρικά αντίθετα πορτρέτα των γυναικών της εποχής, της ενάρετης και της... παστρικιάς.
Στις σκηνές δράσης της ταινίας, όσες υπάρχουν, ο Βερμπίνσκι είναι στα καλύτερά του, δημιουργώντας εικόνες τέτοιου βάθους και έντασης που μοιάζουν τρισδιάστατες χωρίς να είναι. Κινούμενος σε μια πολύ πιο συγκρατημένη παλέτα απ’ ό,τι έκανε με τους «Πειρατές της Καραϊβικής», αξιοποιεί τα θαυμάσια σκηνικά και κοστούμια και τα ανοιχτά τοπία της αμερικανικής ερήμου και πλάθει ένα σύμπαν όπου ευχάριστα θα φιλοξενούνταν ο Τζον Γουέιν. Κρίμα που αυτόν τον σκονισμένο, ατμοσφαιρικό κόσμο δεν τον γεμίζει με μια πιο ενδιαφέρουσα ιστορία ή με ήρωες που να κάνουν πιο συναρπαστικά κακτορθώματα, ώστε να μπορέσει κι ο θεατής να διασκεδάσει και να θυμηθεί τα παιδικάτα του, που ήταν άλλωστε κι ο στόχος της ταινίας.
Διαβάστε και δείτε περισσότερα για τον «Μοναχικό Καβαλάρη» εδώ.