Τον Μάρτιο του 1964, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα είχε ως αποτέλεσμα να ανατρέψει τον εκλεγμένο από τον λαό Πρόεδρο της Βραζιλίας Ζοάο Γκουλάρντ. Το πραξικόπημα ήταν και η αφετηρία 21 χρόνων δικτατορίας και μιας παρατεταμένης περιόδου εντάσεων και συγκρούσεων, που χαρακτηρίστηκε κυρίως από εξαφανίσεις και βασανιστήρια πολιτών.
Το ντοκιμαντέρ του Καμίλο Ταβάρες (μέσα από μια σπάνια συλλογή συλλογή φωτογραφικού και αρχειακού υλικού, όπως βίντεο με τον Ζοάο Γκουλάρντ να επισκέπτεται στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ, ηχητικά ντοκουμέντα με συζητήσεις του Κένεντι, και αργότερα του Τζόνσον με τους βοηθούς τους για το πως θα καταφέρουν να ρίξουν τον Γκουλάρντ από την κυβέρνηση, συνεντεύξεις ιστορικών, πολιτικών και ακαδημαϊκών προσώπων, ακόμα και επιζώντων που υποστήριξαν το πραξικόπημα) παρέχει αποδείξεις για τη χειραγώγηση και τη χρηματοδότηση των επενδύσεων από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης, κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τζον Φ. Κένεντι και του Λίντον Τζόνσον, που είχαν ως αποτέλεσμα το πραξικόπημα.
Προσπαθώντας να ενώσει τα κομμάτια ενός αρκετού πολύπλοκου παζλ, ο Ταβάρες κινηματογραφεί τη «Μέρα που Διήρκεσε 21 Χρόνια» με τον αέρα μιας καλοστημένης κατασκοπικής ταινίας. Μιας ταινίας όμως που από την πρώτη στιγμή μοιάζει σαν να μην έχει δοθεί το ίδιο μεράκι στην κινηματογράφηση της και στο τεχνικό κομμάτι της, όσο έχει δοθεί στο στήσιμο και την συλλογή του υλικού που παρουσιάζει. Υπάρχουν στιγμές που τα πάντα μοιάζουν δευτέρας διαλογής, από τα κακομαγνητοφωνημένα ηχητικά ντοκουμέντα που δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε μια λέξη από όσα λέγονται (δεν υπάρχουν καν και οι υπότιτλοι στα σημεία αυτά για να βοηθήσουν την κατάσταση), μέχρι και τα γραφικά που μοιάζουν να είναι βγαλμένα από μια άλλη δεκαετία.
Το υλικό που έχει ο Ταβάρες στα χέρια του είναι πραγματικά εντυπωσιακό, αλλά δείχνει αδύναμος να το αξιοποιήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνθέσει ένα δυνατό και συναρπαστικό ολοκληρωμένο ντοκιμαντέρ. Τόσο ο ρυθμός του όσο και η αφήγηση του μοιάζουν περισσότερο σαν μια διατριβή η οποία από τη μεγάλη ανάγκη της να «αποδείξει» κάτι χάνει σε πολλά σημεία την ουσία της. Οπως και το απότομο φινάλε του, που επιτείνει την αίσθηση ότι ο Ταβάρες κλείνει με επιπόλαιο μάλλον τρόπο μια μελανή σελίδα της Βραζιλιάνικης ιστορίας, χωρίς να καταφέρνει να ρίξει μια ολοκληρωμένη ματιά σε χρονικές περιόδους καίριες για την τωρινή δημοκρατία της χώρας αλλά και να αναδείξει την διαχρονική ιστορική δύναμη των γεγονότων.