Ενας άντρας αγνώστων στοιχείων, υποπτευόμαστε μέλος των Ταλιμπάν, αιχμαλωτίζεται στις σπηλιές του Αφγανιστάν από τους Αμερικανούς, φυλακίζεται, βασανίζεται και μετά από ένα ατύχημα στην μεταφορά του στη βόρεια Ευρώπη, δραπετεύει. Η ταινία ξεκινάει ουσιαστικά από αυτό το σημείο, καταγράφοντας έναν γολγοθά επιβίωσης στο παγωμένο τοπίο, σε αδίστακτες εποχές.

Ο Γέρζι Σκολιμόφσκι («4 Νύχτες με την Αννα») επιχειρεί κάτι παραπάνω από πολιτικό σινεμά. Δεν σχολιάζει με προφανή ιδεολογική ατζέντα την αμερικανική ασυδοσία δείχνοντας ωμά την ευκολία με την οποία οι κρατούμενοι βασανίζονται για πληροφορίες. Η κριτική του ματιά έχει ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Στην πρώτη σεκάνς, αυτή της αιχμαλωσίας. Ο αντιήρωας δεν επιτίθεται, αμύνεται. Στριμωγμένος σ' έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο από βράχια και σπηλιές, κρύβεται τρέμοντας, αφουγκράζεται, περιμένει, πυροβολεί. Μόνος εναντίον μιας διμοιρίας. Εκείνος στο «φυσικό» του περιβάλλον, εκείνοι κατακτητές. Οχι, ούτε υπάρχει σαφής κατανόηση ή δικαιολογία του «τρομοκράτη» εχθρού. Αντιθέτως. Βήμα βήμα στην εξέλιξη της ιστορίας, τον κινηματογραφεί ως φονιά - δικαιολογημένα, ή μη αυτό αφήνεται στην κρίση, το ένστικτο, το συναίσθημα του θεατή.

Η αναγκαιότητα που κινεί το φακό του σκηνοθέτη κρύβει ένα πολύ ευρύτερο σχόλιο. Ο χαμένος άνθρωπος (μετά από λίγο δεν έχει καμία σημασία σε ποιο στρατόπεδο ανήκει, ποια η καταγωγή του και σε ποια άγνωστη χώρα έχει βρεθεί) που αγωνιά να επιβιώσει, η βιαιότητα των ψυχικών και σωματικών του τραυμάτων, η ωμή μεταμόρφωσή του σε αδίστακτο αγρίμι, κουβαλά μία πολύ δυνατή, επιθετική, βαριά ... μελαγχολία. Μία θλίψη για την ανθρώπινη φύση που ξοδεύει την ενέργεια και την ορμή της σε προκατασκευασμένους ανίερους πολέμους, ενώ θα έπρεπε να αναγνωρίζει ότι η επιβίωση είναι ούτως ή άλλως δύσκολη. Ενα πεσιμιστικό στοχασμό για την σπατάλη της ανθρώπινης ύπαρξης, την ελλειψη σεβασμού προς την ίδια τη ζωή.

Τίποτα δεν αποτυπώνεται διδακτικά, μεγαλόστομα, ή με διάθεση κατακραυγής. Ο Σκολιμόφσκι απλά ανοίγει το φακό στο μεγαλείο των τοπίων τα οποία λερώνει ο ήρωάς του με αίμα, τον κλείνει σε λεπτομέρειες της φύσης που αφουγκράζεται ήρεμη το αγωνιώδες κύκνειο λαχάνιασμά του και, όπου χρειάζεται, η κάμερα επιτίθεται με ένταση για να δείξει τη βίαιη παρέμβασή του, ή την μάταια πάλη του. Αυτό το ρόλερκοστερ εικόνων και συναισθημάτων σε μία όχι συμβατική περιπέτεια, είναι ικανό να κρατήσει το θεατή με τα μάτια διάπλατα και τη συνείδηση ταραγμένη.

Το μεγάλο χαρτί της ταινίας όμως κρύβεται στον ήρωά της και στην ερμηνεία του πρωταγωνιστή της. Ο Βίνσεντ Γκάλο δεν έχει την ευκολία ούτε μίας γραμμής διαλόγου και παλεύει βουβός για 83 λεπτά με βλέμμα, σώμα, έκφραση, άναρθρες κραυγές. Σκηνοθετημένος αυστηρά, ριγμένος σχεδόν πραγματικά στις κακουχίες, αποπνέει έναν αγωνιώδη νατουραλισμό που καταλήγει να ενοχλεί και να στοιχειώνει.

Αν βρίσκουμε ένα μείον στις επιλογές του Σκολιμόφσκι είναι τα φλάσμπακ που μπασταρδεύουν τον άγριο ρεαλισμό της ταινίας με μελό αναφορές. Δεν χρειάζονται. Μοιάζουν με μασημένη τροφή ταιριαστή σε άλλη ταινία. Αλλωστε ούτε εξηγούν τίποτα, ούτε ενισχύουν την κατανόησή μας για το πώς ένας μελλοθάνατος καταλήγει να μην έχει καν δίλημμα ανάμεσα στην ανθρωπιά του ή την επιβίωσή του.