H ποιητική ιστορία του ταξιδιού μιας γυναίκας από τη γέννησή της μέχρι την ηλικία των 50 ετών, όπως την αφηγείται η ίδια, η (κατά δική της παραδοχή) νυμφομανής Τζο. Ενα κρύο βράδυ, ο ηλικιωμένος, γοητευτικός εργένης Σέλιγκμαν, θα την βρει χτυπημένη σε ένα δρομάκι. Θα την πάρει σπίτι του και θα περιποιηθεί τα τραύματά της, ενώ παράλληλα τη ρωτά για το παρελθόν της. Θα την ακούσει με προσοχή καθώς εκείνη θα του διηγηθεί σε οχτώ κεφάλαια, ολόκληρη την ζωή της, μια ιστορία πλούσια σε συσχετισμούς, γεγονότα και συμπτώσεις...

Οπως και στη ζωή, έτσι και στο σινεμά, υπάρχουν μερικές επιθυμίες που μοιάζουν προορισμένες να διαψευστούν. Για όλους όσους ήλπιζαν πως το «Nymphomaniac» θα είναι ένα arty πορνό, μια συρραφή από ερωτικές συνευρέσεις πασπαλισμένη με μυθοπλασία, το φιλμ του Τρίερ δεν μπορεί παρά να μοιάζει με την απογοήτευση μιας στύσης που δεν λέει να έρθει ποτέ...

Για όσους όμως προτιμούν τις απολαύσεις τους περισσότερο εγκεφαλικές, για παράδειγμα τους θαυμαστές του κινηματογράφου του σπουδαίου Δανού, πιθανότατα το φιλμ θα μοιάζει με ταντρικό οργασμό διαρκείας, ακόμη κι αν το πρώτο μέρος σου αφήνει την αίσθηση μιας coitus interruptus αφού σε πετά από το κρεβάτι, ακριβώς στην μέση.

Ομως ακόμη κι έτσι, και παρ΄ότι μοιάζει άδικο να κρίνεις μια ταινία, βλέποντας μόνο την μισή, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτό είναι το magnum opus του Τρίερ, ένα έργο στο οποίο μπορείς δίχως να χρειαστεί καν να ξύσεις την επιφάνεια, να βρεις τα υλικά από τα οποία χτίζεται ο περίπλοκος κόσμος του μυαλού κι ολόκληρου του σινεμά του.

Περισσότερο από την ιστορία μιας γυναίκας που αφηγείται την πλούσια ιστορία της ερωτικής της ζωής σε έναν άντρα, το «Nymphomaniac» είναι η συνάντηση δυο απόλυτων αρχετύπων σε μια κινηματογραφική μεταφορά που χρησιμοποιεί το σεξ για να μιλήσει για τον κόσμο, τους ανθρώπους, την θέση της γυναίκας σε μια απόλυτα ανδρική κοινωνία, την ηθική, το πνεύμα, την θρησκεία, την απόλαυση και την «αμαρτία», την ψυχή, το σώμα.

Ενα ψηφιδωτό από ιδέες, από αναφορές, από εμμονές, από παρατηρήσεις, από λέξεις και σκέψεις, από εικόνες που δεν στοχεύουν στα ορμέμφυτα αλλά στο πνεύμα και που το κρατούν ερεθισμένο από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό του φιλμ. Δεν θα βρείτε πολλές ερωτικές ταινίες που να συνδέουν την πρώτη σεξουαλική επαφή μιας γυναίκας με την αριθμητική ακολουθία του Φιμπονάτσι, ούτε την ποικιλία των εραστών της με τα στοιχεία μιας πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης.

Από το ψάρεμα με πετονιά, μέχρι τον Εντγκαρ Αλαν Πόε κι από την διαφορά μεταξύ αντισημιτισμού και αντισιωνισμού μέχρι τη διαφορά του να τρως ένα γλυκό με φύλο με πηρουνάκι ή όχι, από την σεξουαλική ενέργεια της Τζο μέχρι τον απόλυτο ασκητισμό του Σέλιγκμαν, το «Nymphomaniac» στήνεται πάνω σε δίπολα που ακροβατούν πάνω από το χάσμα της πάντα διχασμένης ανθρώπινης φύσης και όσων αυτή έχει δημιουργήσει (ορατά και αόρατα, έργα και ιδέες), μέσα στους αιώνες και την κοιτάζει κατάματα και με απόλυτη σαφήνεια και συχνά ένα εξίσου διερευνητικό χιούμορ.

Κάτι τέτοιο μοιάζει ίσως υπερβολικά φιλόδοξο, αλλά ο Τρίερ μας έχει συνηθίσει να μην περιμένουμε τίποτα λιγότερο από αυτόν. Επίσης, από τον τρόπο που έχει δομηθεί και μοιραία από τον τρόπο που προβάλλεται, το φιλμ κινδυνεύει να δείχνει αποσπασματικό. Ομως παρά το μέγεθος του εγχειρήματος, παρά την επεισοδική φύση της αφήγησης και παρ΄ότι αυτό που έχουμε δει μέχρι τώρα είναι το μισό μιας ταινίας (και μάλιστα σε ένα cut που είναι εγκεκριμένο, αλλά όχι ιδανικό σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της), το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από συναρπαστικό.

Οι διαφορετικές «φωνές» στην πολυφωνική συμφωνία ιδέων και εικόνων του Τρίερ ενώνονται σε μια υπέροχη μελωδία, με την δική του καθοδήγηση, την δική του ανάλυση για τον κόσμο να αποτελεί το cantus firmus που στηρίζει τα παρακλάδια αυτού που μοιάζει με ένα κινηματογραφικό δέντρο γεμάτο παρακλάδια και καρπούς.

Κι όλο αυτό απλώνει τις ρίζες του στην όπως πάντα συναρπαστική κινηματογράφηση του Τρίερ που ξεκινώντας από μια σκηνή ανθολογίας όταν ο Σέλιγκμαν ανακαλύπτει την δαρμένη Τζο λιπόθυμη σε μια αλάνα, συνδυάζει την θεατρική αφαίρεση με την απόλυτη μαεστρία και την δεδομένη διάθεσή του για πειραματισμό -ή έντυπωσιασμό.

Ακόμη κι αν είναι για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που το marketing της ταινίας πιθανότατα σε είχε κάνει να πιστέψεις, το «Nymphomaniac» είναι λοιπόν, όντως η πιο «ερεθιστική» ταινία της χρονιάς, το έργο ενός δημιουργού που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις ιδέες και την κρατούσα λογική, με τις προσδοκίες του κοινού από τον ίδιο.

Οι διαφορές του Director's Cut από την προηγούμενη εκδοχή της ταινίας, έχουν κατ΄αρχήν να κάνουν με την διάρκειά της. Ναι, είναι 28 λεπτά μεγαλύτερη από αυτή που είδαμε πρώτη στις αίθουσες. Ναι περιέχει σκηνές όπου πέη σε στύση, σκηνές διείσδυσης και στοματικού σεξ είναι ξεκάθαρα ορατές, αλλά προφανώς τα 28 λεπτά δεν γεμίζουν από ακατάσχετο, x rated πορνό.

Οι ουσιαστικές διαφορές στην εγκεκριμένη εκδοχή της ταινίας από τον Τρίερ, βρίσκονται αλλού.

Σε σκηνές που κρατούν λίγο περισσότερο απ΄όσο στην «κομμένη» ταινία, σε διαλόγους που αναπτύσσονται παραπάνω, σε ιδέες και αναφορές που δεν χώρεσαν στην συντομότερη ταινία, όπως το «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ και τον τρόπο που η γεύση μπορεί να ξυπνήσει την μνήμη, ακόμη κι αν εδώ, αντί για την γεύση των μαντλέν, το φιλμ αναφέρεται στη γεύση του σπέρματος.

H πιο σημαντική διαφορά πέρα από μια σειρά από πλάνα που επεκτείνουν σχεδόν όλες τις σκηνές του φιλμ, αφορά στη σχέση της Τζο με τον πατέρα της και ειδικά στο κεφάλαιο «Delirium», όπου η παραμονή του στο νοσοκομείο, το δικό του ντελίριο και ο θάνατός του έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια κι επώδυνο αντίκτυπο. Οπως προφανώς κι ολόκληρο το φιλμ.