Βόρεια Ιρλανδία. Ο 35χρονος Τζον περνάει τη ζωή του κοιτώντας τις ζωές των άλλων, μέσα από παράθυρα. Αυτή είναι η δουλειά του: καθαρίζει παράθυρα σπιτιών. Οταν επιστρέφει στο δικό του σπίτι, τον περιμένει ο 4χρονος γιος του Μάικλ και η εκάστοτε κυρία που έχει στείλει η πρόνοια για να τον προσέχει. Γιατί, ναι, ο καλυμμένος με tattoo Τζον ζει στο όριο της φτώχιας, και το έτοιμα επιπλωμένο διαμέρισμά τους είναι εμφανώς γυμνό από γυναικεία φροντίδα, καθώς η μητέρα του Μάικλ τούς εγκατέλειψε πριν χρόνια. Ομως δεν του λείπει η ζεστασιά. Οσο κουρασμένος κι αν είναι ο Τζον, η αγκαλιά του είναι πάντα ανοιχτή για τον γιο του. Κι αν κοιτάξει κανείς προσεχτικά, το πιτσιρικάκι είναι πάντα καλοντυμένο, ενώ ο μπαμπάς έχει μόνο δυο αλλαξιές. Ο 35χρονος Τζον κοιτά τις ζωές των άλλων, μέσα από παράθυρα. Και κοντοστέκεται με θλίψη μόνο στα παιδικά δωμάτια - όταν τα βλέπει με εκατοντάδες παιχνίδια, κάστρα και δράκους. Εκείνος τι θα αφήσει πίσω στο γιο του; Τι μέλλον μπορεί να προσφέρει στο παιδί του; Δυστυχώς, η ερώτηση δεν είναι θεωρητική. Ο Τζον έχει λίγους μήνες ζωής και πρέπει να διαλέξει παράθυρο για τον Μάικλ.
Ο Ουμπέρτο Παζολίνι (παραγωγός του «Full Monty» και σκηνοθέτης του «Still Life») διάβασε στην τοπική του εφημερίδα την αληθινή ιστορία ενός ετοιμοθάνατου νεαρού πατέρα που επισκεπτόταν με το γιο του ανάδοχες οικογένειες στον αγώνα του να του βρει το τέλειο σπίτι, και αποφάσισε να τη μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη. Το στοίχημα ήταν δύσκολο. Πώς αποτυπώνεις κινηματογραφικά την αδικία του πρώιμου θανάτου, την πατρική αγωνία, τον χρόνο που μετρά αντίστροφα, χωρίς να καταλήξεις με ένα ζαχαρωμένο επιφανειακό μελόδραμα;
Κάνοντάς το όπως ο Παζολίνι. Ταπεινά, διακριτικά, ανθρώπινα. Κρατώντας την κάμερα σταθερή, χωρίς κόλπα, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις μικροστιγμές. Με σωστό τόνο στην αφήγηση, χωρίς να ανεβάζεις, εύκολα και φτηνά, τη θερμοκρασία στο δράμα. Ποτέ δεν μαθαίνουμε από τι πάσχει ο Τζον. Κανείς δεν βγάζει λογίδρια για να εξηγήσει την απόγνωση των συναισθημάτων του. Ενας πατέρας κρατά το χεράκι του γιου του και του μαθαίνει πώς πατάμε το κουμπί των πεζών στο φανάρι και περιμένουμε για να διασχίσουμε το δρόμο. Για τον μικρό είναι ένα ακόμα παιχνίδι. Για τον πατέρα είναι παρακαταθήκη.
Ο Τζέιμς Νόρτον (που το παρασκήνιο τον θέλει τον επικρατέστερο επόμενο Τζέιμς Μποντ) δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, ακολουθώντας την απέριττη γραμμή του σκηνοθέτη του. Δεν έχει το δεκανίκι του μελλοθάνατου - ο Παζολίνι δεν το επιτρέπει. Δυο τρεις μικρές σκηνές, δυο τρεις μορφασμοί πόνου. Ενα πρόσωπο που σταδιακά χλωμιάζει, ένα σώμα που αθόρυβα αδυνατίζει. Ο Νόρτον δεν ερμηνεύει τον μελλοθάνατο. Ερμηνεύει έναν πατέρα. Και το κάνει με υπέροχο, ζεστό νατουραλισμό. Με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης για αυτό το πλασματάκι και δυο μάτια μόνιμης ανησυχίας.
Βοηθάει και το πόσο φύσει ταλαντούχος είναι κι ο μικρός Ντάνιελ Λαμόντ, που o Παζολίνι ανακάλυψε για να παίξει τον 4χρονο Μάικλ. Τον ερμηνεύει με αβίαστη αθωότητα. H λατρεία για τον μπαμπά του, η μίμηση των κινήσεων, των βημάτων, των εκφράσεων. Ο μαρκαδόρος που επιλέγει για να ζωγραφίσει κι εκείνος tattoo στα μικρά του μπράτσα για να του μοιάσει. Τα βλέμματά του σιωπηλά, τρυφερά και πονεμένα. Γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα, κι ας τους τα κρύβουμε. Κάθε φορά που τα μάτια του μικρού συναντούν αυτά του πατέρα, μία μελαγχολική συμμαχία πλημμυρίζει την οθόνη. Χιλιάδες λέξεις αγάπης και φόβου εγκατάλειψης που δεν θα ειπωθούν ποτέ.
Ολα αυτά θα ήταν αρκετά για ένα καλογραμμένο και καλοστημένο δράμα. Η βαθιά συγκίνηση όμως προκύπτει από αλλού. Από το κοινωνικό πλαίσιο που, πάντα, ο Παζολίνι φροντίζει να δίνει στις ταινίες του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο ήρωας ανήκει στην εργατική τάξη, είναι καλυμμένος με tattoo, οδηγεί μια σακαράκα. Ο Παζολίνι δίνει ορατότητα και φωνή σ' έναν τέτοιο άνθρωπο να πει την ιστορία του, με αξιοπρέπεια και ταπεινότητα. Εναν άνθρωπο που μπορεί ο μέσος Βρετανός να μην προσέχει καν όταν τον βλέπει να καθαρίζει τα παράθυρά του, εκείνος όμως κοιτά με διαύγεια μέσα στα σπίτια του μέσου Βρετανού. Και ξέρει να ξεχωρίζει τον κρυφοκομπλεξικό νεόπλουτο, τον καλοσυνάτο αν και άξεστο μικρομεσαίο, τον τσιγγούνη συναισθημάτων, την πλούσια καρδιά μιας single μεροκαματιάρας, τη φτωχή οικογένεια που μαζεύει ορφανά για να εισπράττει τα κρατικά επιδόματα. Το κοινωνικό σύστημα είναι γεμάτο τρύπες και ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά για αυτό. Εκτός από το να καθαρίζουμε το τζάμι και να το κοιτάμε κατάματα. Ή να προβάλουμε ταινίες που αποδεικνύουν την σκληρή αλήθεια.