Αντιπροσωπευτικό δείγμα της προσπάθειας νέων κινηματογραφιστών να καταγράψουν φάσεις της κρίσης καθώς συμβαίνουν και σε όλη τη διάρκειά τους, το «Non Omnis Moriar» (λατινική έκφραση από τις «Ωδές» του Οράτιου που σημαίνει «Δεν θα Πεθάνω Ολόκληρος» και αναφέρεται σε όσα μένουν πίσω ως ιστορία από τις ανθρώπινες πράξεις) έρχεται με ένα από τα πιο «δυνατά» θέματα του πρόσφατου παρελθόντος: την εννιάμηνη απεργία στο εργοστάσιο της Ελληνικής Χαλυβουργίας που ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2011 και κατάφερε να γίνει έμβλημα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό γύρω από τη δύναμη των εργατών απέναντι στην αδίστακτη πρακτική των εργοδοτών με αφορμή και κυρίως δικαιολογία την οικονομική κρίση.

Η δύναμη του θέματος της απεργίας των εργατών της Χαλυβουργίας δεν έγκειται μόνο στο γεγονός πως κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες κατάφερε να διαρκέσει για εννιά ολόκληρους μήνες (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την επιβίωση των πρωτεργατών της), αλλά πως στη διάρκειά της έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, στην οποία το διακύβευμα μιας οποιαδήποτε αντίστασης στο σύστημα μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο.

Η ομάδα των Locomotiva με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Θεοδοσίας Γραμματικού πέτυχαίνει εξολοκλήρου στο κομμάτι του να βρίσκονται «παρών» σε κάθε μικρή ή μεγάλη φάση της απεργίας: από την εξαγγελία της, την απόφαση των εργατών για την αφετηρία της και τα σημαντικότερα στάδια που την όρισαν, έχοντας πρόσβαση στις λαϊκές συνελεύσεις των εργατών, τις συναντήσεις τους με την κρατική ηγεσία αλλά και στις προσωπικές τους εξομολογήσεις κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του αγώνα τους.

Το πάθος με το οποίο είναι κινηματογραφημένη αυτή η «διάρκεια» εξαλείφει ακόμη και τις συχνές ατεχνίες κυρίως στον ήχο, που η έλλειψη μέσων αλλά και το «αυθόρμητο» του γυρίσματος δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν. Ενώ δεν λείπουν και οι στιγμές που νιώθεις πως βρίσκεσαι πραγματικά στο προαύλιο της Χαλυβουργίας μαζί με τους απεργούς, σε μια σχεδόν απτή αλληλουχία των ημερών που περνούν και μεταφέρουν το βάρος των γεγονότων.

Εκεί που το «Non Omnis Moriar» δεν καταφέρνει να γίνει ένα πραγματικά αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ για τη λαϊκή αντίσταση εν καιρώ κρίσης, είναι στο βαρύ και αδικαιολόγητο voice over που ντύνει την εικόνα με μια στρατευμένη και επαναλαμβανόμενη διδαχή πάνω στην αιώνια πάλη της εργατικής τάξης με τον καπιταλισμό, αλλά και στην παντελή απουσία της όποιας «άλλης» πλευράς, ειδικά στο σημείο όπου οι απεργοί κατηγορούν απροκάλυπτα ως αντίπαλους τους συναδέλφους τους «απεργοσπάστες» ως καθοδηγούμενους από την εργοδοσία.

Αυτό το τελευταίο στοιχείο, ίσως είναι και αυτό που εντυπώνεται περισσότερο στο μυαλό του θεατή καθώς μια πραγματικά μεγαλειώδης αγωνιστική κίνηση έρχεται να συναντήσει τη συνήθη (ελληνική) πρακτική της διάσπασης αλλά και τους υπόγειους μηχανισμούς μιας κρίσης εν εξελίξει, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται ποτέ. Αφήνοντας το «Non Omnis Moriar» να ολοκληρωθεί περισσότερο ως ένα απτό ντοκουμέντο μιας ιστορικής στιγμής παρά ως ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ πάνω στο τι σημαίνει πραγματικά «λαϊκός αγώνας» στις αντιλαϊκές ημέρες που ζούμε εδώ και καιρό.