Ηταν Κυριακή 28 Απριλίου του 1996, όταν στο Broad Arrow Cafe στο Πορτ Αρθουρ, μια από τις πιο ιστορικές και τουριστικές τοποθεσίες της Τασμανίας, ένας 28χρονος νεαρός με ξανθά μαλλιά μπήκε στο εσωτερικό του εστιατορίου και άρχισε να πυροβολεί. Θα αφαιρούσε τη ζωή από 35 άτομα και θα τραυμάτιζε ακόμη 23, σε μια σφαγή που όμοια της δεν θα γνώριζε ποτέ η σύγχρονη ιστορία της Αυστραλίας, αφορμή και αιτία για μια ριζική αναθεώρηση της οπλοχρησίας στην ήπειρο - που, έχει κι αυτό τη σημασία του, δεν συνέβη ποτέ.

Ο Μάρτιν Μπράιαντ θα έμενε στην ιστορία ως ο αυτουργός του μακελειού, ένας ακόμη 30χρονος που δεν μεγάλωσε ποτέ πραγματικά, παραμένοντας στο περιθώριο της κοινωνίας και της «κανονικότητας» ως ένα δυσλειτουργικό παιδί που του άρεσε να παίζει με τα πυροτεχνήματα. Μοναχικός και ακοινώνητος, μεγάλωσε με τους γονείς του και γνώρισε για πρώτη φορά την πιθανότητα μιας άλλης ζωής όταν ξεκίνησε μια έντονη, παράδοξη σχέση με μια πλούσια κληρονόμο που του άφησε την περιουσία της. Το άδοξο και τραγικό τέλος αυτής της σχέσης αλλά και η κατάθλιψη του πατέρα του ήταν με κάποιον τρόπο και η αρχή του τέλους για μια διαδρομή χωρίς επιστροφή που τον οδήγησε σε εκείνη τη μοιραία απόφαση: να εκδικηθεί αθώους ανθρώπους για ένα αίσθημα αδικίας που ένιωθε να τον εμποδίσει να ζήσει σαν αυτούς.

Συνεχίζοντας την πινακοθήκη των αιματοβαμμένων ηρώων του (από τον Μάκβεθ στο «Macbeth» μέχρι τον Καλ Λιντς του «Assassin’s Creed» και τη συμμορία Κέλι στο «The History of the Kelly Gang»), ο Τζάστιν Κερζέλ επιστρέφει στην πραγματικότητα πιο κοντά σε ύφος και διάθεση στο ντεμπούτο του, το «Snowtown», με κέντρο εκεί τους διαβόητους φόνους στο Σνόουταουν της Αυστραλίας. Αντιστρέφοντας το όνομα του Μάρτιν - το «Νιτραμ» του τίτλου και η μόνη πειραγμένη αναφορά στα πραγματικά ονόματα των ηρώων του - ο Κερζέλ γυρίζει και το χρόνο για να ακτινογραφήσει έναν ήρωα που μοιάζει ταυτόχρονα γνώριμος και ξένος, τόσο στο σινεμά όσο και στην πραγματική ζωή.

Το «Νιτραμ» μοιάζει με μια ταινία που έχεις ξαναδεί, αλλά που την βλέπεις κάθε φορά με την ίδια αγωνία πως ίσως αυτή τη φορά κάτι θα αλλάξει και το φινάλε δεν θα είναι αυτό που ξέρεις ή - για να είμαστε πιο ρεαλιστές - πως η διαδρομή μέχρι εκεί θα δώσει μερικές απαντήσεις πάνω στο αιώνιο σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης που σημαδεύει ανθρώπους, τόπους και μυθολογίες με τρόπους που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Ο Κερζέλ είναι μεθοδικός, αλλά και απαλλαγμένος από υπογραμμισμένες κριτικές ή από διαθέσεις μελοδραματισμού. Στην ουσία παρακολουθεί την ανορθόδοξη ενηλικίωση του ήρωα του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα οδηγήσει σε μια επιφοίτηση ή στην ωριμότητα που σε κάνει να επεξεργαστείς και να χειριστείς τα δεδομένα που μπερδεύονται μέσα στο μυαλό σου, αλλά σε ένα ξέσπασμα πρωτοφανούς τραγωδίας.

Η κινηματογράφηση της Τασμανίας είναι υποδειγματική, με τα αραιοκατοικημένα προάστια, τα πνιγηρά εσωτερικά των σπιτιών, τις διαλογικές σκηνές να στήνονται με τους ήρωες από τόσο κοντά ώστε να μιλάνε σχεδόν σε πρώτο πρόσωπο. Οι πρωταγωνιστές που πλαισιώνουν τον κεντρικό ήρωα είναι λες βγαλμένοι από ντοκιμαντέρ: η σπουδαία Τζούντι Ντέιβις, ο υποτιμημένος από τη βιομηχανία Αντονι ΛαΠάλια, η Εσι Ντέιβις στο ρόλο της κληρονόμου που θα αγαπήσει τον Νίτραμ. Όλοι Αυστραλοί που μοιάζουν να φέρουν κάτι από το συλλογικό τραύμα μιας χώρας.

Στο κέντρο όλων ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζοόυνς περιφέρει το weirdness που τον έκανε διάσημο, σχεδόν για πρώτη φορά με τη στόφα ενός ηθοποιού που δεν γνωρίζει από φόβο, προκλήσεις και κινδύνους. Στα 32 του χρόνια, ο Τζόουνς (άλλοι τον θυμούνται από τα τηλεοπτικά «Friday Night Lights» ή το «Breaking Bad», άλλοι από το «Τρεις Πινακίδες Εξω από το Μιζούρι» ή το «Τρέξε!») απεκδύεται όχι μόνο την αμερικανική καταγωγή του, αλλά σβήνει και οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει τον ήρωα του μια «κλισέ» καρικατούρα με εύκολο αντίκτυπο στο θυμικό του θεατή. Ισορροπώντας χωρίς καμία στιγμή αδυναμίας πάνω στη λεπτή γραμμή του τρομακτικού και του τρομαγμένου, παίζοντας σε κάθε σκηνή της ταινίας (του) σχεδόν χωρίς να γνωρίζει και ο ίδιος το φινάλε της διαδρομής του, ο Τζόουνς δίνει στο θεατή περισσότερες απαντήσεις απ’ ότι ο ίδιος ο Κερζέλ που τελικά ολοκληρώνει μια ταινία που μετά το τέλος της σε αφήνει με μια απροδιόριστη απορία για το πραγματικό κέντρο βάρους της.