Η Σίνθια Μορτ σίγουρα δεν έχει στόχο να αφηγηθεί μια παραδοσιακή βιογραφία της Νίνα Σιμόν ή να καταγράψει με τυπική μεθοδικότητα τα στάδια της ζωής μιας μουσικής ιδιοφυίας, η οποία είδε τις πόρτες μιας πιθανής καριέρας ως κλασικής πιανίστριας να κλείνουν μπροστά της απότομα για να την στρέψουν τελικά στο – σαφώς πιο αποδεκτό για το χρώμα και τη φυλή της – τραγούδι, γράφοντας τελικά ιστορία.
Αντιθέτως επιλέγει να ακολουθήσει τις χαώδεις μεταπτώσεις του χαρακτήρα της, τις αυτοκαταστροφικές της τάσεις και την μόνιμη μάχη της με τον αλκοολισμό για να δημιουργήσει σταδιακά ένα πορτρέτο που επιχειρεί να δει πίσω από τον καλλιτέχνη και την φαινομενική επιτυχία, όσο εξετάζει το τίμημα του ταλέντου της Σιμόν και παραλληλίζει την ζωή της με κρίσιμα σημεία σταθμούς της Αμερικανικής Ιστορίας στην πορεία προς την φυλετική ισότητα.
Χρονικά πισωγυρίσματα σε στιγμιότυπα συνεντεύξεων που ρίχνουν φως στις επιλογές της, κλεφτές ματιές στο παρελθόν που επιχειρούν να στοιχειοθετήσουν τις οικογενειακές βάσεις της, αισθαντικές ερμηνείες εμβληματικών τραγουδιών της που (μέσω της φωνής της ίδιας της Ζόι Σαλντάνα) προσδίδουν στη φιγούρα της Νίνα τη διάσταση του θρύλου αλλά αποσπασματικά επεισόδια που υπογραμμίζουν τη σκοτεινή σχέση της τραγουδίστριας με τον αλκοολισμό και την ψυχασθένεια συνθέτουν, τουλάχιστον στη θεωρία, ένα κολάζ στιγμών που δεν επιχειρούν να αγιοποιήσουν αλλά να κατανοήσουν και να αποδεχτούν με όλα τα επιμέρους στοιχεία, καλά και κακά, την εμβληματική φιγούρα της Σιμόν.
Μόνο που η Μορτ δεν έχει ποτέ ουσιαστικά τον έλεγχο του υλικού της, ούτε καταφέρνει μέχρι το τέλος να αξιοποιήσει στην ολότητά τους τις δυνατότητες των αφηγηματικών επιλογών της. Η οπτική της δεν αποκτά συνοχή, ούτε καταφέρνει να δει τελικά πίσω από την επιφάνεια που τόσο επίμονα προσπαθεί να διαπεράσει. Τα παιχνιδίσματα με τον χρόνο παραμένουν απλά ένα φτηνό τρικ, σαν ένα πείραμα με το μοντάζ που προσπαθεί μόνιμα να βρει ρυθμό, πληγώνοντας στην πορεία ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της ταινίας. Και ακόμα και η μουσική της Νίνα Σιμόν είναι λίγη, περιορίζοντας τις επιλογές των τραγουδιών σε μερικές κραυγαλέες αλλά δραματικά ανεκμετάλλευτες επιλογές.
Το χειρότερο όμως (και ίσως η αιτία που όλες οι προσπάθειες της Μορτ δεν καταλήγουν ποτέ σε κάτι που βγάζει αίσθημα αλήθειας) είναι το γεγονός ότι η Σιμόν της Σαλντάνα δεν αναπνέει ποτέ πραγματικά παρά παρουσιάζεται (στην χειρότερη περίπτωση) ως καρικατούρα ή (στην καλύτερη) ως μια απλή μίμηση, πίσω από την ψεύτικη μύτη και το τονισμένο σκούρο δέρμα, τα οποία, πέρα από την πρόσφατη σκανδαλολογία, δεν ζημιώνουν το τελικό αποτέλεσμα τόσο όσο η φτιαχτή κίνηση, οι σπασμωδικές κινήσεις του σώματος ή τα μόνιμα σφιγμένα χείλη, που εμποδίζουν κάθε ειλικρινές συναίσθημα.
Πιθανότατα η ερμηνευτική αστοχία της Σαλντάνα (όσο παθιασμένη κι αν είναι) να αποτελεί απλά μια ακόμα ένδειξη της σκηνοθετικής και αφηγηματικής απειρίας της Σίνθια Μορτ. Οπως επίσης και η συμπαθής αλλά δραματουργικά αδιάφορη παρουσία του Ντέιβιντ Ογελόουο στο ρόλο του Κλίφτον Χέντερσον, του ανθρώπου που βοήθησε την Σιμόν να ξαναβρεί το νόημα στη ζωή και τη μουσική της κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής της, να μαρτυρά επιπλέον την αδυναμία της Μορτ στον χειρισμό αληθινών τρισδιάστατων χαρακτήρων.
Το βέβαιο όμως είναι ότι, πίσω από τις χαρακτηριστικές μελωδίες και το πικάντικο περιεχόμενο, αυτή η «Nina» δεν καταφέρνει ούτε να ρίξει φως αλλά ούτε και να επιβεβαιώσει τον μύθο ενός θρύλου, προσφέροντας απλά κομμάτια (και θραύσματα) της ιστορίας του παρά τις όποιες έντιμες προθέσεις. Η κληρονομιά της Νίνα Σιμόν αξίζει καλύτερα.