Ο Χάρι Πάουελ, ένας αδίστακτος ψυχοπαθής δολοφόνος γυναικών, φοράει τη στολή του ιεροκήρυκα και το γοητευτικό, σκοτεινό του χαμόγελο και προσεγγίζει χήρες, αποσκοπώντας στην περιουσία τους. Οταν καταφέρνει το σκοπό του, τις σκοτώνει. Ο τελευταίος του στόχος είναι η η οικογένεια ενός θανατοποινίτη, πρώην συγκρατούμενού του, ο οποίος του αποκαλύπτει ότι έχει αφήσει τα κλοπιμαία στα δύο μικρά του παιδιά. Μόλις βγαίνει από τη φυλακή, ο Πάουελ προσεγγίζει τη χήρα και ξεκινά ένα παιχνίδι γάτας-ποντικών με τα παιδιά της για να του αποκαλύψουν πού βρίσκονται τα χρήματα της ληστείας. Η ταινία, όπως και το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντέιβις Γκραμπ, βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός εγκληματία, που καταδικάστηκε σε απαγχονισμό το 1932 για τη δολοφονία δυο γυναικών και τριών παιδιών.
«Θέλεις να σου αφηγηθώ την ιστορία του αριστερού και του δεξιού μου χεριού; Την ιστορία του Καλού και του Κακού;» Αυτή είναι η ατάκα που ο ψευτοϊερέας Χάρι Πάουελ χρησιμοποιεί για να εξηγήσει τις λέξεις «αγάπη/μίσος» που έχει χαράξει στα δυο του χέρια και να παρασύρει τα θύματά του σε σαγηνευτικά θρησκευτικά κηρύγματα - στάχτη στα μάτια, όσο εκείνος εκτελεί τα σατανικά του σχέδια.
Ο Τσαρλς Λότον όμως είναι ειλικρινής: αυτό ακριβώς θα μας διηγηθεί, την ιστορία του Καλού και του Κακού. Ο Βρετανός ηθοποιός, στη μόνη απόπειρά του στη σκηνοθεσία, βασίζεται στο βιβλίο του Γκραμπ για να πει όμως πολλά περισσότερα από την αληθινή ιστορία ενός serial killer. Με τη δράση τοποθετημένη στον αμερικανικό Νότο κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης του '30, το «Καλό» και το «Κακό» παίρνουν πολλές μορφές στην ταινία και τη μετατρέπουν και σε μια τολμηρή, μακάβρια κριτική της πολιτικής, οικονομικής και πουριτανικής ηθικής των καιρών. «Ναι, μπήκα σε μια τράπεζα και σκότωσα», λέει ο θανατοποινίτης. «Γιατί δεν μπορούσα να βλέπω άλλο παιδιά να πεινάνε...» Ταυτόχρονα, κάποιος φορά το ράσο και σκοτώνει για πολύ διαφορετικούς λόγους.
Πριν ακόμα φτάσουμε στο πώς κινηματογραφεί τον (αντι)ήρωά του, έχει ενδιαφέρον πώς αποτυπώνει το περιβάλλον του. Ο κόσμος των ενηλίκων είναι ένας αφελής, ευκολόπιστος, κούφια ηθικοπλαστικός κόσμος, που ψάχνει την προσφυγή στον προστατευτισμό κι ευθύνεται για τα εγκλήματα που επιτρέπει. Ο Λότον δεν χαρίζεται σε όλους αυτούς - σχεδόν καταφεύγει στη σάτιρα, στην κωμωδία για να αποτυπώσει την ασυγχώρητη ανοησία της αμερικανικής κοινωνίας. Αν τα παιδιά είναι το μέλλον, η ελπίδα για ένα μη-χρεοκοπημένο αύριο, οι μεγάλοι τα προδίδουν ξανά και ξανά. Επενδύοντας σε απατεώνες, σε εγκληματίες. Ακούγοντας διαστρεβλωμένους μύθους για το «Καλό» και το «Κακό», ενώ τα παιδιά έχουν το άφιλτρο ένστικτο να τα ξεχωρίζουν αυτόματα.
Αυτό το παιχνίδι με τα είδη, την ατμόσφαιρα και τη θερμοκρασία της ταινίας είναι που κάνει τη «Νύχτα του Κυνηγού» ένα τόσο αξιοθαύμαστο ντεμπούτο. Πατώντας στους κώδικες του φιλμ νουάρ και του αστυνομικού θρίλερ, ο Λότον εισάγει πινελιές σωματικής κωμωδίας (ειδικά στις μανιέρες του ημίτρελου ιεραπόστολου), ενώ μετατρέπει το τελευταίο κομμάτι της ταινίας σε.. άλλη ταινία, βγαλμένη από την ζεστή, συγκινητική παράδοση του μελοδράματος του Φρανκ Κάπρα. Ουσιαστικά, ο Λότον θέλει να αφηγηθεί ένα κινηματογραφικό παραμύθι της νότιας γοτθικής κουλτούρας, με τέρατα και κακούς λύκους, στο οποίο όμως πάντα νικάει το παιδί τους δαίμονες - όσα σκοτάδια κι αν διασχίσει, όσο τρόμο κι αν βιώσει.
Και θα διασχίσουν τα παιδιά σκοτάδια. Υπέροχα σκοτάδια, που ο διευθυντής φωτογραφίας Στάνλεϊ Κορτέζ (συνεργάτης του Ορσον Γουελς στον «Πολίτη Κέιν»), θα ρυθμίσει με μελετημένο κιαροσκούρο - θα τα βουτήξει σε βαθύ, βελούδινο μαύρο και θα τα τρυπήσει με διαπεραστικό, ακόμα πιο απειλητικό λευκό. Οταν τα δύο αδελφάκια το σκάνε από τον δολοφόνο πατριό, μέσα στη νύχτα, με μια ξύλινη σχεδία σ' ένα ποτάμι (πόσο πιο θρησκευτική παραβολή της κατάβασης στον Αδη), η φύση ξυπνά μέσα στο παραμύθι τους σαν εφιάλτης: ο Λότον καδράρει τα ζώα (βατράχια, κουνέλια, αράχνες) ως μαγικά πλάσματα, να φαίνονται ακόμα πιο μεγάλα από ό,τι είναι, σε αφοπλιστικό κοντινό, ενώ τα παιδιά βρίσκονται στο βάθος πεδίου, μόνα, μικρά, αβοήθητα. Το σκηνικό γεμίζει σκιές και απειλητικά γεωμετρικά σχήματα σε μια σεκάνς βουτηγμένη τόσο στην υγρασία της αμερικανικής λογοτεχνίας (από τον Μαρκ Τουέιν, μέχρι την Xάρπερ Λι), όσο και της αυστηρής γερμανικής σχολής του εξπρεσιονισμoύ («The Cabinet Of Dr. Caligari»). Η εικόνα είναι μακάβρια σαγηνευτική - όπως και το υποβρύχιο γύρισμα του Λότον, με το πτώμα της μητέρας κάτω από το νερό. Αποκρουστικό και ταυτόχρονα πανέμορφο, με τα φύκια να χορεύουν με τα υπόγεια ρεύματα γύρω της και να στολίζουν το θάνατο σαν πίνακα ζωγραφικής.
Στο επίκεντρο όλων, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ, στον πιο επικίνδυνο ρόλο (ο Γκάρι Κούπερ τον φοβήθηκε και τον αρνήθηκε) της καριέρας του. Ο Μίτσαμ αποδέχεται την πρόκληση και μεταμορφώνεται, όχι απλώς σ' έναν από τους πιο διάσημους κινηματογραφικούς κακούς της ιστορίας, αλλά στο απόλυτο Κακό. Δεν φοράει μόνο το ράσο του ρόλου, αλλά και τη σκοτεινή καρδιά του κτήνους. Και δεν το κάνει εύκολα. Είναι γεμάτος αντιθέσεις - όπως και το δίπολο των τατουάζ των χεριών του. Ερμηνεύει τον Χάρι ως έναν ψυχοπαθή, παγιδευμένο ανάμεσα στη σεξουαλική επιθυμία και την ενοχή, τον πόθο για τις γυναίκες και το μίσος του για αυτές, τον πουριτανισμό και το έγκλημα. Ο Μίτσαμ ισορροπεί ανάμεσα στο να περιπαίζει κωμικά τον ήρωά του σαν κακομαθημένο, ανυπόμονο παιδί, ενώ την επόμενη στιγμή σου παγώνει το αίμα με ενήλικα, θανάσιμα βλέμματα και σατανικά χαμόγελα.
Στον αντίποδά του η ηρωίδα της Λίλιαν Γκις - η μεσήλικη γυναίκα που περιθάλπει ορφανά. Επίτηδες ο Λότον μάς πετά απότομα πάνω της, στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας (μετά θυμόμαστε ότι εκείνη είδαμε στην πρώτη σκηνή), γιατί ακόμα και το Καλό, όταν το συναντήσεις βγαίνοντας από τα σκοτάδια, μοιάζει ύποπτο και φορσέ. Το σχόλιο του σκηνοθέτη για τη γενικότερη υποκρισία των θεσμών δεν περνά απαρατήρητο (ποιες είναι αυτές οι θρήσκες κατηχήτριες που μέσα στην Κρίση μαζεύουν παιδιά, τους προσφέρουν στέγη κι έχουν... τζάμπα εργατικά χέρια;). Οσο όμως η εικόνα ζεσταίνει, τόσο ζεσταίνει και η Γκις τα βλέμματά της κι εμείς τις καρδιές μας. Το Καλό θα πάρει το δίκανο και θα περιμένει το Κακό στο ξύλινο μπαλκόνι. Ο Κυνηγός θα έρθει και πάλι Νύχτα, αλλά αυτή θα είναι η τελευταία. Οταν ξυπνήσουν τα παιδιά θα είναι Χριστούγεννα. Και θα δουν τον κόσμο ξανά με αθωότητα, χαρά, εμπιστοσύνη. Θα νιώσουν ασφάλεια, θα ξεχαστούν, αλλά δε θα ξεχάσουν. Είναι όμως απαραίτητο να πιστέψουν στο καλό. Να διαλέξουν την αγάπη. Μόνο έτσι τελειώνει η μεγάλη νύχτα. Και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.