Η 17χρονη Τζούλια είναι κόρη ψαρά. Ζει στην επαρχία των Δαλματικών ακτών, με τους γονείς της να ονειρεύονται να πουλήσουν το σπίτι, να ξεχρεώσουν και να μετακομίζουν στο Ζάγκρεμπ και την εκείνη να ονειρεύεται... γενικώς. Να δραπετεύσει από τον γεωγραφικό κλοιό της εφηβικής της απομόνωσης (από το παράθυρό της κοιτά με μελωμένη μελαγχολία τα κότερα με τους συνομήλικους της που κάνουν ανέμελες βουτιές) κι από έναν αγροίκο πατέρα που την μεγαλώνει σφιχτά και σκληρά. Από ένα μέλλον άγνωστο, ανέμπνευστο κι εξίσου εγκλωβιστικό. Η μόνη της διέξοδος, η θάλασσα. Οταν βουτά για υποβρύχιο ψάρεμα, νιώθει ελεύθερη. Οταν βρίσκεται κάτω από το νερό, τότε μόνο δεν πνίγεται. Οταν κρατά την αναπνοή της, ανασαίνει.

Εκείνο το καλοκαίρι είναι κομβικό για την οικογένειά της. Ο Χαβιέ, ο αγαπημένος της θείος, ο ψυχραμένος αδελφός του πατέρα της, τούς επισκέπτεται και μαζί φέρνει πλούσιους Αμερικανούς αγοραστές κι ελπίδα. Ελπίδα ότι οι γονείς της θα ξεφύγουν από τη μιζέρια της κρίσης. Ελπίδα ότι εκείνη θα αλλάξει ζωή: ο Χαβιέ τής υπόσχεται να την πάρει μαζί του στην Αμερική, να σπουδάσει στο Χάρβαρντ. Με την ένταση να σιγοβράζει κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και η ενηλικίωση σκληρή.

Οι σμέρνες που κρύβονται στα βράχια κάτω από το σπίτι της, στην προσπάθεια να ξεφύγουν από το ψαροντούφεκο της Τζούλια, θυσιάζουν ένα κομμάτι από τη σάρκα τους. Αυτό της εξηγεί η γιαγιά της, όταν καθαρίζουν τα λέπια τους. Αν το σκεφτεί κανείς, με αυτό το μύθο μεγαλώνουμε γενιές και γενιές κοριτσιών: η μικρή γοργόνα (του Αντερσεν, όχι η ζαχαρωμένη, happy-end εκδοχή της Disney) θέλει το κορίτσι να θυσιάζει την ουρά της για μια ευκαιρία στο όνειρό της. Η Αντονέτα Αλαμάτ Κουσιτζάνοβιτς μοιάζει, εμμέσως πλην σαφώς, να χτίζει πάνω σε αυτό το δόγμα. Θέλει κατά μέτωπο σύγκρουση κι αγώνα η ενηλικίωση. Κανείς δε θα σου τη χαρίσει.

Για αυτό και η θάλασσα λειτουργεί ως κάτι μεγαλύτερο από γεωγραφικό πλαίσιο, κάτι σπουδαιότερο κι από λογοτεχνικό σύμβολο. Η Κουσιτζάνοβιτς τη σέβεται ως μία ακόμα πρωταγωνίστριά της. Εναν μεγαλειώδη φυσικό όγκο που μπορεί να σε ταξιδέψει ή να σε παγιδέψει. Να σε γαληνέψει ή να σε ταράξει. Να σε ευφράνει ή να σε πνίξει. Σίγουρα πάντως απαιτεί το σεβασμό σου.

Η κάμερά της αποτυπώνει μαγικά τη σχέση της ηρωίδας της με το νερό. Τα ονειρικά υποβρύχια πλάνα της (η σπουδαία Ελέν Λουβάρ υπογράφει τη διεύθυνση φωτογραφίας) κρύβουν απαράμιλλη ομορφιά, μυστήριο, ελευθερία, ορμή και μία στάλα επικινδυνότητας. Οπως ακριβώς και η εφηβεία. Μέσα στο νερό η ντροπαλή, καμπουριαστή, καταπιεσμένη Τζούλια (αφοπλιστικά «άγουρη» η πρωταγωνίστρια Γκρασίτζα Φιλίποβιτς) αναδιπλώνεται, βρίσκει χώρο, έχει ταλέντο σε κάτι. Κουνά με δυναμισμό τα βατραχοπέδιλά της και πατά γερά στα πόδια της. Η θάλασσα μοιάζει να τη στηρίζει πραγματικά - πολύ περισσότερο από την υποτακτική μητέρα της, που θυσίασε κι αυτή τη ζωή της δίπλα σ' έναν άξεστο άντρα. Οχι, με την μητέρα της πολύ δειλή για να γίνει κυμματοθραύστης στο θυμό του πατέρα, η θάλασσα είναι η πραγματική της μάνα.

Η Κουσιτζάνοβιτς στις πρώτες πράξεις της ταινίας υπόσχεται ένα εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο (και κερδίζει τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών 2021). Ενα δράμα που δεν αναλύεται σε πολλά λόγια, αλλά συλλαμβάνει βλέμματα, ατμόσφαιρα, γλώσσα του σώματος. Μοντάζ που κάνει το ρυθμό να πάλλεται, όπως το εφηβικό αίμα που βράζει. Κάπου όμως, η κινηματογραφική υπόσχεση ξεθωριάζει σαν καλοκαιρινό καμμένο δέρμα. Εχει προηγηθεί η απόλαυση, αλλά τώρα ξεφλουδίζει.

Σ' αυτό ευθύνεται η σεναριακή της υπερβολή. Η σύγκρουση (αναπόφευκτο ότι η Τζούλια πρέπει να αποδείξει ότι είναι έτοιμη να θυσιάσει σάρκα για να ξεφύγει από το ψαροντούφεκο της μοίρας) παραείναι δραματική, μοιάζει να ανήκει σε άλλες δεκαετίες. Ο ρόλος του πατέρα είναι γραμμένος οριακά κλισέ, σχηματικά, με μία σκληρότητα που θα γινόταν πολύ περισσότερο πιστευτή, αν η Κουσιτζάνοβιτς έβαζε όρια στην πένα της.

Και πάλι όμως τη σώζει η θάλασσα. Μία τελευταία βουτιά, ένα λυτρωτικό, συμβολικό κολύμπι στα ανοιχτά. Το τέλος (του καλοκαιριού, της εφηβείας) να μοιάζει με αρχή.