Στο βόρειο κομμάτι του μεταπολεμικού Κοσόβου ζουν ακόμη μερικές κοινότητες Σέρβων που προστατεύονται από εντεταλμένους στρατιώτες των νατοϊκών δυνάμεων μέσω της KFOR (Kosovo Force: οργάνωση για τη διατήρηση της ειρήνης, ελεγχόμενη από το ΝΑΤΟ). Εκεί, κάπου στη μέση του πουθενά, ανάμεσα σε εγκαταλειμμένα σπίτια και ένα δάσος που απλώνεται στο άγνωστο, ζουν και ο Μιλούτιν με τη νύφη του και την εγγονή του.
Και οι τρεις τους, περιμένουν μάλλον μάταια πως κάποια στιγμή θα γυρίσει ο αγνοούμενος γιος, σύζυγος και πατέρας τους και συνεχίζουν να ζουν, με μια ρουτίνα που ξεκινάει κάθε πρωί με την επίσκεψη των Ιταλών στρατιωτών και το ταξίδι της μικρής για το σχολείο και τελειώνει κάθε βράδυ πνιγμένη στον τρόμο.
Στο... σκοτάδι μιας πρώην (κι όμως ακόμη) εμπόλεμης ζώνης, μοιάζει να ζουν οι πραγματικοί εχθροί της οικογένειας. Σφαγμένα ζώα, κραυγές και μια διαρκής αίσθηση απειλής μοιάζει πλέον να γίνεται ένα με το δέρμα τους, καθώς η λογική αρχίζει να χάνεται, τα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο κάθε μέρα λιγοστεύουν, οι Ιταλοί στρατιώτες τους εγκαταλείπουν και η φυγή μοιάζει με μονόδρομο.
Χτίζοντας αργά και μεθοδικά την ένταση, με την αμέριστη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Κιρίλ Προντάνοφ που φωτίζει το φιλμ με μια κλειστοφοβία διαρκείας και του μοντέρ Γιάννη Χαλκιαδάκη που πατάει πάνω στην υπόκωφη, υπαινικτική αγωνία μιας ταινίας τρόμου, το φιλμ του Ντούσαν Μίλιτς (τέταρτο στην καριέρα του, εδώ και με ελληνική συμπαραγωγή της Graal) παίζει με τα κινηματογραφικά είδη για να αναδείξει πρωτίστως μια αντιπολεμική κραυγή αλλά και ένα πολιτικό σχόλιο - αιχμηρό για τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες που συνεχίζουν να εκτυλλίσσονται στα Βαλκάνια και στις εμπόλεμες ζώνες του πλανήτη σήμερα.
Η υπόσχεση, όμως, που δίνει το φιλμ στις πρώτες του σκηνές, αρχίζουν ήδη από τη μέση να οδηγούν σε μια επανάληψη που δεν μοιάζει να ενώνει τα κομμάτια του παζλ, αλλά μάλλον διασκεδάζει με την ιδέα να τα μπερδέuει ακόμη περισσότερο - στο δρόμο προς ένα μάλλον ασθενικό φινάλε. Ο Μίλιτς μοιάζει να ενδιαφέρεται (ή να παρασύρεται τελικά) περισσότερο για τη φόρμα και την κατασκευή μιας ταινίας που χτυπά επίκαιρες αντιπολεμικές χορδές ενώ την ίδια ώρα θα μπορούσε να κάνει το κοινό ενός multiplex να ουρλιάξει (από φόβο), χάνοντας την ένταση και των δύο αλλά και τελικά μια μεγάλη ευκαιρία να παραδώσει κάτι πραγματικά τρομακτικά αυθεντικό και επίκαιρο.