«Τα βουνά που σκαρφαλώνουμε δεν είναι φτιαγμένα μόνο από πέτρα και πάγο αλλά και από όνειρα και επιθυμίες. Τα βουνά που σκαρφαλώνουμε είναι τα βουνά του μυαλού.»

Με αυτά τα χαρακτηριστικά λόγια επιχειρεί ο αφηγητής Γουίλεμ Νταφόε να δικαιολογήσει την εμμονή του ανθρώπου με τα βουνά σε όλο το εύρος της Ιστορίας, από τα αρχαία χρόνια, όπου οι ορεινοί όγκοι υπήρχαν μόνο για να στεγάζουν στην ανθρώπινη φαντασία Θεούς και θηρία, μέχρι το σήμερα, όπου οργανωμένες αποστολές θέτουν υπό αμφισβήτηση κάθε πνευματική αναζήτηση του παρελθόντος, η οποία ώθησε τολμηρούς, ανήσυχους ανθρώπους σε ριψοκίνδυνες αποστολές που ούτε λίγο ούτε πολύ τους έφερε αντιμέτωπους με την θνητότητά τους.

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο ιστορικά άκρα, η Πίντομ αφηγείται ουσιαστικά την εξέλιξη αυτής της «οικείας των Θεών» σε σημείο ανθρώπινης πνευματικής αναζήτησης και κατ’ επέκταση σε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, χρησιμοποιώντας στην πορεία πλάνα από όλες σχεδόν τις βουνοκορφές του πλανήτη (από την Ανταρκτική και την Αργεντινή μέχρι την Νότιας Αφρική και τις οροσειρές της Ευρώπης) και ντύνοντάς τις τόσο με κλασικές μελωδίες του Βιβάλντι, του Μπετόβεν και του Σοπέν όσο και με ένα πρωτότυπο score αντίστοιχης αισθητικής από τον Ρίτσαρντ Τονιέτι, για να δώσει τελικά έμφαση στην υπερβατική φύση του όλου εγχειρήματος και να αποκαλύψει την ουσιαστική επιβράβευση της κάθε ατομικής περιπέτειας στην ψυχή και το μυαλό.

Και όντως, το «Mountain» είναι γεμάτο σκηνές κατά τι ς οποίες η φύση αποκαλύπτει το αποστομωτικό της μεγαλείο, με έναν τρόπο ποιητικό και μυσταγωγικό, και στιγμιότυπα όπου ο άνθρωπος μοιάζει να φτάνει στα όρια του, όλα στην αναζήτηση για εκείνο το συστατικό που πρόκειται να δώσει νόημα στην δική του ύπαρξη. Οι εικόνες της Πίντομ διαθέτουν μια τραχιά δύναμη που τις καθιστά από μόνες τους ιδιαίτερα εύγλωττες και αποτελεσματικές, αποκαλύπτοντας στην ουσία τη ματιά μιας δημιουργού που δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον κόσμο γύρω της αλλά και για τις δυναμικές, υπόγειες αλληλεπιδράσεις του.

Ειρωνικά όμως, όσο καλά τα καταφέρνει η Πίντομ με τις εικόνες, τόσο αμήχανα είναι τα αποτελέσματά της στο αφηγηματικό σκέλος του «Mountain». Οσο σαφής, ακριβής και μεγαλειώδης είναι η εικονογραφία της, τόσο γενικόλογη και φλύαρη προκύπτει η ομιλία της. Και όσο αναζωογονητική μοιάζει να είναι η πνευματιστική οπτική της, τόσο πεζά δείχνουν τελικά να ακούγονται τα λόγια της.

Γιατί οι λέξεις της Πίντομ δε δείχνουν να μπορούν να οδηγηθούν και αυτές προς μια γνήσια κορύφωση ή έστω να έχουν την ικανότητα να τιμήσουν με τα λόγια εκείνες τις σκέψεις και τις αναλογίες που υπόσχονται οι εικόνες της. Οσο φιλότιμη και συναισθηματικά πλούσια κι αν είναι η αφήγηση του Νταφόε, δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι απλά το «Mountain» είναι μια ταινία που δεν χρειάζεται τα λόγια, καθώς το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να την «προσγειώνουν» απότομα και μακριά από τους επιθυμητούς της στόχους.

«Τα βουνά της φύσης είναι πιο θανάσιμα στην πραγματικότητα από τα βουνά της φαντασίας μας» υποστηρίζει κάποια στιγμή ο αφηγητής και, ατυχώς, αυτό θα μπορούσε να πει κανείς και για το ίδιο το «Mountain», μια ταινία που αδυνατεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα υψηλά επίπεδα που θέτει η ίδια για τον εαυτό της. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ίσως αυτή να ήταν και η μοναδική λογική έκβαση στην προσπάθεια μιας ταινίας να εξερευνήσει με ορθολογιστικό τρόπο την αρχέγονη δύναμη της φύσης.