Η Μπέκι Φούλερ θέλει να πετύχει στην τηλεόραση. Ως νέα και άνεργη θα δεχτεί το «σκαλοπάτι» του ν’ αναλάβει ν’ ανεβάσει την τηλεθέαση μιας πρωινής εκπομπής που αργοσβήνει. Θα προσπαθήσει να δώσει ενδιαφέρον κι ένταση στη μεσήλικα νάρκισσο παρουσιάστρια, να φρεσκάρει το χαρακτήρα της εκπομπής με προκλητικά εξωτερικά ρεπορτάζ και να καταφέρει τον πιο δύστροπο καταξιωμένο πολιτικό δημοσιογράφο να καθίσει στην καρέκλα του πάνελ. Με μια μπουκιά από «Το Δίκτυο» και μια μπουκιά από «Someone Like You», η ταινία μοιάζει να χρειάζεται αλάτι για να νοστιμίσει.
Κάλλιο λίγα και στο χέρι λέει η παροιμία και καλό θα ήταν να το θυμόταν η ομάδα που μας παρουσίασε το «Πρωινό Ξύπνημα». Συνδυάζοντας τη σάτιρα της εμπορικής, πρωινής τηλεοπτικής ζώνης με τα βασικά στοιχεία της ρομαντικής κομεντί, η ταινία καταλήγει να υπολείπεται και στις δύο παραμέτρους. Ελαφρώς απογοητευτικό για έναν σκηνοθέτη σαν τον Ρότζερ Μισέλ, που με το «Νότινγκ Χιλ» έχει γράψει ιστορία στο είδος. Η σεναριογράφος, βέβαια, που διασκεύασε σε σενάριο το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Ο Διάβολος Φορούσε Prada», έρχεται με διαπιστευτήριο το επίσης άχρωμο «27 Φορέματα». Αποτέλεσμα, ένα σενάριο της κονσέρβας, χωρίς μια αξιομνημόνευτη ατάκα, χωρίς μια ιδιαίτερη σκηνή που θα χρησιμοποιηθεί ως αναφορά, χωρίς οτιδήποτε, γενικά, που θα κάνει την ταινία να ξεχωρίσει από τη σειρά.
Από την άλλη πλευρά, η Ρέιτσελ ΜακΑνταμς, η οποία έχει στο παρελθόν αποδείξει ότι μπορεί ν’ ανταπεξέλθει και σε πιο απαιτητικούς ρόλους, έχει ένα πρόσωπο, μια λάμψη και μια ζεστασιά που φέρνουν κατ’ ευθείαν το χαμόγελο στο πρόσωπο. Η ψυχαναγκαστική εργασιομανής παραγωγός είναι μια ταμπέλα που τη φοράει με χάρη, παρόλο που η αισθητική εξανίσταται όταν πηγαίνει σε job interview ντυμένη σαν πρωινή επίδειξη του fashion week. Ο Πάτρικ Γουίλσον είναι τόσο καθαρά όμορφος και τόσο ερωτικά αδιάφορος που οι σκηνές του θα μπορούσαν να περάσουν και στο fast forward – πράγμα που υποψιάζεται κανείς ότι αισθάνεται και ο σκηνοθέτης. Οι δεύτεροι ρόλοι των Νταϊάν Κίτον, Χάρισον Φορντ και Τζεφ Γκόλντμπλαμ, παρότι μοιάζει σαν οι ηθοποιοί να τους αντιμετώπισαν ως καλοπληρωμένο πασατέμπο, προσδίδουν στην ταινία ένα άγγιγμα κύρους και μια ευκαιρία επιπλέον απόλαυσης – για να μην πούμε ότι αν το ερωτικό ενδιαφέρον της ηρωίδας ήταν ο Χάρισον Φορντ μπορεί η ταινία να έπαιρνε μια ακαταμάχητη τροπή.
Ρομαντική κομεντί χωρίς στίγμα και ιδιαιτερότητα, πολύ μακριά από τη σάτιρα των media που διατείνεται ότι παρουσιάζει, μειονέκτημα σε μια εποχή που το αντίτιμο του κινηματογραφικού εισιτηρίου υπολογίζεται σοβαρά, για ένα είδος με – όσο κι αν ακούγεται σαχλό – εκπαιδευμένο και απαιτητικό γυναικείο κοινό.