Αρκεί μία ματιά στον κόσμο του «Crank» για να αντιληφθεί κανείς την αισθητική του Μπράιαν Τέιλορ, ο οποίος εμπνέεται από την ατμόσφαιρα των b-movies και την punk για να δημιουργήσει ταινίες που, χωρίς να παίρνουν ποτέ τον εαυτό τους στα σοβαρά, φλερτάρουν με τον τρόμο, την δράση και την μαύρη κωμωδία, επενδύοντας στο θόρυβο και την φασαρία για να σχηματίσουν μια τραχιά, ωμή πραγματικότητα.
Παραμένοντας πιστό λοιπόν σε αυτές τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες, το «Mom and Dad» έχει στο οπλοστάσιό του επιπλέον και την παρουσία του Νίκολας Κέιτζ, φαινομενικά στο κατάλληλο περιβάλλον, έτοιμο να ξεσπάσει σε πληθώρα μορφασμών και ερμηνευτικών ακροτήτων, όπως θα άρμοζε σε μία cult υπερβολή.
Η υπόθεση είναι απλή. Χωρίς καμία προειδοποίηση και ενδεχομένως λόγω μιας νευρολογικής επιδημίας που μεταβιβάζεται μέσα από τα τηλεοπτικά σήματα (ή και όχι), οι γονείς στρέφονται εναντίον των παιδιών τους, ακόμα και των νεογέννητων, με στόχο να τα δολοφονήσουν. Δεν υπάρχουν πως και γιατί και για να είμαστε ειλικρινείς, δε χρειάζονται κιόλας.
Γιατί το «Mom and Dad» λειτουργεί καλύτερα όταν παραδίνεται στην παράνοια της ιστορίας του και την πλήρη απουσία λογικής, σαν ένας κατάμαυρος σουρεαλιστικός εφιάλτης όπου οι μεγαλύτεροι γονικοί φόβοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ασφάλεια, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει δομημένη αφήγηση παρά μία μόνιμη τρέλα και κινηματογραφική αναρχία, που έχει συγκεκριμένο στόχο να αποπροσανατολίσει και να παρασύρει στη δίνη της τον θεατή.
Διακριτικές πινελιές σχετικά με τα ταμπού της πολιτισμένης κοινωνίας, λοξές ματιές προς ρατσιστικές τάσεις και γενικότερες υπόνοιες για μια ευρύτερη πολιτιστική κρίση μπορεί να πει κανείς πως υπάρχουν διάσπαρτες στο φιλμ του Τέιλορ (συν επιπλέον μια ευφάνταστη ανατροπή των ισορροπιών όταν στο παιχνίδι υπεισέρχονται και ο παππούς και η γιαγιά), μόνο που είναι πραγματικά δύσκολο να επικεντρωθείς σε αυτές όταν έχεις σε πρώτο πλάνο τον Νίκολας Κέιτζ λουσμένο στο αίμα και με γουρλωμένα μάτια να προσπαθεί μανιασμένα να αποτελειώσει τα παιδιά του μέσα στην υπερ-ερμηνευτική του extravaganza.
Και όλα αυτά θα ήταν ιδανικά και εξαιρετικά καλοδεχούμενα (ειδικά όταν αντιληφθεί κανείς την ιδιοφυή αυτοαναφορικότητα του ίδιου του Κέιτζ), αν δεν υπήρχε μόνιμα η αίσθηση εξαναγκαστικής πρόκλησης και σχεδόν υποχρεωτικής αποδόμησης, που κάνει τελικά την αφήγηση προβλέψιμη και στημένη. Οταν το σπάσιμο των κανόνων γίνεται αυτοσκοπός και η αμφισβήτηση κάθε παραδοσιακής αφηγηματικής νόρμας, από την υφή της εικόνας μέχρι την αίσθηση του μονταζ, μετατρέπεται τελικά στον κανόνα, τότε κάθε punk διάθεση παραμένει μετέωρη και το μόνο που απομένει είναι απλά μια αναρχική επίφαση.
Επιπλέον, αν και η επιλογή εστίασης στην οικογένεια και όχι στην ευρείας κλίμακα επιδημία ως πηγή του όποιου τρόμου είναι κατανοητή, καθώς η οικογένεια είναι ουσιαστικά η ως δομική μονάδα της κοινωνίας, αυτό ουσιαστικά οδηγεί την ταινία σε αδυναμία ολοκλήρωσης της αφήγησης και σε ένα απότομο τελευταίο πλάνο, το οποίο κλείνει μεν το μάτι με συνέπεια στο ύφος όσων προηγήθηκαν αλλά αφήνει στη μέση όλες τις θεματικές της ταινίας, επιλέγοντας τελικά την πιο εύκολη λύση για την έξοδο και το «Mom and Dad» χωρίς ουσιαστικό φινάλε.
Δεν υπάρχει διαφωνία στο γεγονός ότι η αμφισβήτηση της νόρμας είναι απαραίτητη γιατί αυτή ουσιαστικά προκαλεί την εξέλιξη των αφηγηματικών μέσων. Ομως αυτή η προσέγγιση, απαιτεί κατά συνέπεια και ολοκληρωτική αφοσίωση και το «Mom and Dad», ατυχώς, δεν πλησιάζει ποτέ πραγματικά τα άκρα, ούτε παραδίνεται ολοκληρωτικά στην παράνοιά του, καθώς το φιλμ του Τέιλορ λερώσει μεν τα χέρια, αλλά δε βουτάει ποτέ ολόκληρο στη βρωμιά. Και αυτό είναι τελικά που προδίδει κάθε αρχική cult υπόσχεση.