Δύο πράκτορες της τουρκικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας στην Κωνσταντινούπολη, o Φιράτ και ο Ακάρ, παρακολουθούν τις κινήσεις μια ομάδας τρομοκρατών. Μετά από μια αιματηρή σύγκρουση, η αστυνομία δεν καταφέρνει να συλλάβει τον αρχηγό των τρομοκρατών που ακούει στο κωδικό όνομα "Dejjal" (Αντίχριστος). Στην πορεία αποκαλύπτεται ότι το πραγματικό όνομα του Dejjal είναι Χασί Γκούμους και πολύ άμεσα η Ιντερπόλ εκδίδει ένταλμα σύλληψής του. Λίγο αργότερα, στη Νέα Υόρκη, μία ομάδα του FBI με αρχηγό τον Πράκτορα Μπέκερ εισβάλλει στο διαμέρισμα του φαινομενικά φιλήσυχου διανοούμενου Μουσουλμάνου Χασί Γκούμους. Οι Φιράτ και Ακάρ καταφθάνουν άμεσα για να τον μεταφέρουν με ασφάλεια στην Τουρκία. Καθώς όμως κατευθύνονται προς το αεροδρόμιο JFK, πέφτουν σε ενέδρα μιας ομάδας μασκοφόρων, της οποίας ηγείται ο στενός φίλος του Χασί, Μάρκους. Ο Χασί εξαφανίζεται και οι δύο πράκτορες αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, για να ανακαλύψουν στην πορεία ότι ο Χασί είναι πολλά παραπάνω από ό,τι φαντάζονταν αρχικά.

Αν η ταινία του Μαχσούν Κιρμιζιγκιούλ δεν ήταν τόσο κακή (σε κάθε πιθανό επίπεδο), θα ήταν επικίνδυνη. Οχι μόνο γιατί αντιμετωπίζει το ισλαμικό ζήτημα σαν να επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε συμμορίες ηλιθίων, αλλά κυρίως γιατί η (και καλά) προσπάθεια του να σταθεί κριτικά απέναντι στο λαό του καταλήγει στο να παρουσιάζει τους ισλαμιστές πιο γραφικά και απ' όσο προσπαθεί ο μέσος ρεπουμπλικάνος δάσκαλος κάπου στο Τέξας να τους περιγράψει στους μαθητές του.

Το ότι η ταινία του είναι τόσο κακή, δεν την κάνει, ωστόσο, λιγότερο επικίνδυνη. Η μετωπική επίθεση που εξαπολύει εναντίον του καλού γούστου είναι τόσο σαρωτική που η τεράστια επιτυχία της εντός Τουρκίας αλλά και η αγορά της από σχεδόν όλες τις μεγάλες χώρες του πλανήτη δεν μπορεί να σε βάλει σε υποψίες για το τι ακριβώς ήταν αυτό που συγκίνησε θεατές και διανομείς.

Μπαινοβγαίνοντας σε τζαμιά που μοιάζουν να έχουν βγει από μουσικοχορευτικό Bollywood υπερθέαμα και γραφεία μυστικών υπηρεσιών που θυμίζουν επιστημονική φαντασία του '70, η ιδέα του Κιρμιζιγκιούλ για μια σύγχρονη ιστορία τρομοκρατίας στη Νέα Υόρκη είναι τόσο σχηματική και αστεία που δεν θα έφταναν ούτε τα 120 λεπτά της ταινίας του για να περιγράψει κανείς την κακογουστιά, την φτήνια των ειδικών εφέ και το στόμφο με τον οποίο ερμηνεύουν οι ηθοποιοί του τους πιο κακογραμμένους ρόλους στην ιστορία του σύγχρονου σινεμά.

Αναμειγνύοντας χωρίς ίχνος κινηματογραφικής συνείδησης αμανέδες με άσκοπα πυροβολητά και εξαντλητικά slow motion με κηρύγματα περί ειρήνης και αδελφοσύνης των λαών, ο Κιρμιζιγκιούλ καταφέρνει με μια μόνο ταινία να αντιστρέψει (ή και να καταστρέψει) κάθε έννοια «είδους» αφού ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν αυτό που βλέπεις είναι μια ταινία δράσης ή μια παρωδία ταινίας δράσης. Οπως ακριβώς δεν ξέρεις ποτέ αν το δράμα είναι επίτηδες φτιαγμένο σαν κωμωδία σε μια διάθεση κινηματογραφικού εκμοντερνισμού.

Ευτυχώς, τα πράγματα είναι πιο απλά. Το «Μιναρέδες στη Νέα Υόρκη» είναι μια κακή ταινία. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Από έναν σκηνοθέτη που δεν ξέρει τι σημαίνει δραματουργία, ρυθμός, υποκριτική. Ακριβώς δηλαδή όλα όσα κάνουν ολόκληρες οικογένειες να αγωνιούν για το επόμενο επεισόδιο ενός καθημερινού τουρκικού σίριαλ...