Τι συμβαίνει σε μια στρατιωτική βάση όταν οι άντρες φεύγουν για το μέτωπο; Οι γυναίκες μένουν πίσω. Να ζουν σε αυτή την μικρή, κλειστή κοινωνία, κουβαλώντας τον ίδιο τρόμο: να μη χτυπήσει η δική τους πόρτα με άσχημα νέα. Σε μία τέτοια χρονική στιγμή συναντάμε την Λίσα, όπου η προαγωγή του συζύγου της την κάνει αυτόματα και επικεφαλή των δραστηριοτήτων της βάσης - όπως φροντίζει να την ενημερώσει η παγερή και πιστή στους κανονισμούς γυναίκα του Στρατηγού, Κέιτ. Η Κέιτ κρατά το αγέλαστο της πρόσωπο ατσαλάκωτο, παρόλο που σε πρόσφατη αποστολή έχασε τον μοναχογιό της. Οι δυο τους δεν ταιριάζουν σε πολλά, όπως και καμία γυναίκα δεν βρίσκεται εκεί γιατί κάνει πραγματική παρέα με τις άλλες. Προσδιορισμός τους είναι οι άντρες τους (και στους λεσβιακούς γάμους, οι γυναίκες τους). Οταν αφαιρεθούν από την εικόνα, μένει πίσω κάτι μουδιασμένο κι αμήχανο. Σαν να κρατάνε την αναπνοή τους μέχρι την επιστροφή των αγαπημένων τους, μέχρι όλα να ξαναμπούν σε τάξη. Οπότε τι κοινό έχουν, τι ίδια χόμπυ αγαπούν, ποια δραστηριόητα θα μπορούσε να οργανώσει η Λίσα για να τις ενώσει; Μια χορωδία! Κάτι που αρχικά, η πιο κλασική Κέιτ απορρίπει ως «καραόκε χωρίς καν να έχουν πιει;», αλλά σταδιακά στηρίζει. Και βρίσκει κι εκείνη στήριγμα...
Ο Πίτερ Κατανέο («The Full Monty») ξέρει πολύ καλά πώς να πατήσει πάνω σε μία ρεαλιστική τραγωδία και να παράγει κάτι σαν βάλσαμο - μια δραμεντί που βιώνεται ως comfort food. Αν στο «Ανδρες με τα Ολα τους» (όπως είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα) δεν υπήρχε τίποτα αστείο στην ανεργία, έτσι κι εδώ δεν υπάρχει πραγματικό υλικό για κομεντί, όταν ο άντρας ή το παιδί σου είναι στο μέτωπο. Εκείνος όμως ξέρει να κλέβει στιγμές που, όπως και στην πραγματική ζωή, έτσι κι εδώ, η κωμωδία βρίσκει μια χαραμάδα για λύτρωση.
Τι κρίμα όμως που οι σεναριογράφοι του (Ρέιτσελ Τάναρντ και Ροζάν Φλιν) δεν έχουν την ίδια αίσθηση ισορροπίας. Κι ενώ βασίζονται σε μία πραγματική ιστορία (αυτή η χορωδία υπήρξε και μάλιστα είχε το Νο1 στα βρετανικά charts το 2011 με το τραγούδι που έγραψαν κι ερμήνευσαν για τους άντρες τους «Wherever You Are») ένιωσαν την ανάγκη να τη στελεχώσουν με δεκάδες σχηματικά κλισέ - από την αντιπαλότητα των δύο πρωταγωνιστριών, τις σεναριακές απλουστεύσεις των υπόλοιπων χαρακτήρων (για παράδειγμα, το αστέρι είναι η ντροπαλή κοπέλα), τις μελό εξομολογήσεις των δραματικών στιγμών, μέχρι το γεγονός ότι τους καλεί η Βασίλισσα να παίξουν στην Εθνική Εορτή Μνήμης στο Royal Albert Hall και ξαφνικά μεταμορφώνονται σε χορωδία-φαινόμενο.
Η Κρίστιν Σκοτ Τόμας ερμηνεύει την φαινομενικά σκληρή, αλλά ουσιαστικά βαθιά πονεμένη, Κέιτ με τυφλό σύστημα - ξέρει πολύ καλά πώς να της χαρίσει αξιοπρέπεια και δύναμη. Η Σάρον Χόργκαν (που θα θέλαμε να είχε γράψει εκείνη το σενάριο και να φέρει κάτι από την καταπληκτική, ειρωνική της πένα του «Catastrophe» στο πρότζεκτ) προσπαθεί να δανείσει την μονοκόματη ειλικρίνειά της σε ένα ρόλο που υποκύπτει σε προβλεψιμότητες.
Ομως αυτές οι προβλεψιμότητες μπορεί να είναι η απογοήτευση της ταινίας, αλλά, ταυτόχρονα, και η εγγύησή της για ένα κοινό που θέλει να την απολαύσει ως feelgood δραμεντί και τίποτα παραπάνω.