Κινηματογραφική βιογραφία, βασισμένη στη ζωή του Ευτύχιου Βλαχάκη που μετά τον Πόλεμο μετανάστευσε, παιδί, από την Κρήτη στο Σικάγο, με άδειες τσέπες και χάρη στην πίστη του στο αμερικανικό όνειρο, το ελληνικό δαιμόνιο και την περιβαλλοντική του ευαισθησία και ηθική, κατέληξε ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας οικολογικών απορρυπαντικών στην Αμερική.

Το πιο ωφέλιμο στοιχείο αυτής της ταινίας είναι το γεγονός ότι φέρνει στο προσκήνιο την περίπτωση του Βαν Βλαχάκη, ενός ανθρώπου που ενσαρκώνει το πρότυπο του Ελληνα μετανάστη που χωρίς ίχνος βοήθειας και με μοναδική κινητήρια δύναμη το μυαλό του μεγαλούργησε σε μια ξένη, έντονα ανταγωνιστική χώρα.

Η μεταφορά, ωστόσο, της ιστορίας του Βλαχάκη στο σινεμά, μένει εγκλωβισμένη σε μια απλοϊκή, προβλέψιμη, μελό, τηλεοπτικών προδιαγραφών παραγωγή. Το σενάριο είναι σχηματικό, οι ήρωες επιδερμικά γραμμένοι, οι διάλογοι βαρύδγουποι και ψεύτικοι. Οι στημένες ερμηνείες και η προσεγμένη αλλά επιφανειακή αναπαράσταση των δεκαετιών που διατρέχει η ταινία, υπογραμμίζονται από την αδιάκοπη, «κυματιστή» μουσική υπόκρουση που κυμαίνεται από πιάνο μέχρι διάφορες βερσιόν συρτακίου.

Το ότι όλα στην ταινία μοιάζουν περιποιημένα και ακριβή, δεν υποκαθιστά την παντελή έλλειψη έντασης και πάθους. Ο Εντ Ο’ Ρος που υποδύεται τον Βλαχάκη σε μεγάλη ηλικία έχει κάποιες πετυχημένες, εσωτερικές και συναισθηματικές στιγμές, αλλά όλο το υπόλοιπο καστ είναι αμήχανα κακό, από τον Αλέξη Γεωργούλη με τη «νεοελληνική» κοτσίδα και την υποτιθέμενη «αντρίλα», μέχρι την καρικατούρα του Μάλκολμ ΜακΝτάουελ στο ρόλο του δαιμόνιου ανταγωνιστή και την Αναμπέλα Σιόρα που διαρκώς χαμογελά μελαγχολικά με τα υγρά της μάτια.

Η παραγωγή δείχνει ότι θέλησε, καλοπροαίρετα προφανώς, να φιλοξενήσει στην ταινία μέλη και μέρη της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, το γεγονός όμως δεν ωφελεί το αποτέλεσμα. Στα χέρια του νεόκοπου σκηνοθέτη της, η «Πράσινη Ιστορία» θα προοριζόταν στυλιστικά για βιντεοκασέτα αν δεν υπήρχε το συγκεκριμένο ελληνικό ενδιαφέρον, αλλά δυστυχώς οι καλές προθέσεις, η φιλοπατρία και το ηθικό δίδαγμα δε στέκονται ικανά να φτιάξουν καλό σινεμά, όπως αποδεικνύεται από το φιλμ που θυμίζει έντονα το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» του Γιάννη Σμαραγδή, χωρίς καν το production value.