Διαχρονικός και κάθε φορά που κοιτάζεις γύρω σου σε όποια εποχή, ακόμη πιο ανατριχιαστκά επίκαιρος, ο μύθος της (γυναίκας, ξένης, μητέρας) Μηδείας βρισκόταν ανέκαθεν δικαιολογημένα στο μικροσκόπιο δεκάδων άμεσων και έμμεσων κινηματογραφικών διασκευών. Εμπνευση και αφετηρία για πειραματισμούς, για ταινίες που παίζουν με τη μυθοπλασία και την τεκμηρίωση, άλλες που αναζητούν την απαρχή και την ενσωμάτωση της ιστορίας στη… διπλανή πόρτα, σε μια λίστα που τελικά δεν ξεκινάει καν από τη «Μήδεια» του Παζολίνι και σίγουρα δεν εξαντλείται όσο ο μύθος αντέχει να ανανεώνεται, αλλά και να ταλαιπωρείται - τις περισσότερες φορές στην ίδια ακριβώς ταινία.

Στη δέκατη του ταινία κι έχοντας ενδιάμεσα πειραματιστεί ποικιλοτρόπως (και με την τεκμηρίωση), ο Δημήτρης Αθανίτης παραδίδει τη δκή του «Μήδεια», σε μια προς τιμήν του απέριττη διασκευή που κρατάει αλώβητο το μύθο της γυναίκας που εγκαταλείπεται από τον σύζυγό της, κινδυνεύει να χάσει για πάντα τα παιδιά της, μένει μόνη σε μια ξένη χώρα και αποφασίζει να πάρει την εκδίκηση της διεκδικώντας με κάθε τρόπο τη θέση της μέσα σε έναν αφιλόξενο, άδικο κόσμο.

Απόφαση που αποτελεί ωστόσο δίκοπο μαχαίρι, αφού όσα κερδίζει η ταινία του σε διαχρονικότητα και άμεση αναγωγή στο παρόν, τα χάνει σε μια μάλλον άδεια από κινηματογραφική ένταση αφήγηση που, ωστόσο, αντίθετα με τη λιτότητα του σεναρίου, προσπαθεί να προσδώσει βάθος στην τραγωδία με ανεβασμένα ντεσιμπέλ ανθρώπινης φωνής και κάμερας «αφ’ υψηλού».

Μέσα στη μικρή της διάρκεια, η «Μήδεια» του Δημήτρη Αθανίτη στέκεται άχρονη αν και με μικρές λεπτομέρειες… (παρελθοντικής ή μελλοντικής) εποχής, σε ένα τοπίο φυσικό που λειτουργεί μέχρι και παραπλανητικά για το οικολογικό «φόντο» που δίνει στην ιστορία (το ίδιο παραπλανητικά με την ακατανόητη εναλλαγή του έγχρωμου με το ασπρόμαυρο), χωρισμένη σε λίγες συνολικά σκηνές (με μοτίβο την αντιπαράθεση της Μηδείας με τους άντρες - τον Κρέοντα, τον Αιγέα, τον Ιάσονα…), που όλες μαζί δίνουν νόημα στο εκτός πλάνου, με το εντός πλάνου να βρίσκεται σωστά πάνω στο πρόσωπο, την οργή και την απελπισία της Μηδείας.

Οπου Μήδεια, η Αλεξάνδρα Καζάζου, όμορφη, επιβλητική, δυναμική και την ίδια στιγμή επιτηδευμένη, στομφώδης, ψεύτικη, όχι πάντα συντονισμένη στην εσωτερικότητα που είναι σαφές ότι υπάρχει σαν σκηνοθετική οδηγία ούτε όμως και πάντα εύστοχη στην υπερβολικά προσεκτική εκφορά των λέξεων που μοιάζουν με δοκιμή ανάγνωσης, σε ένα ρόλο που αντί να μεγαλώνει, καθώς η τραγωδία φτάνει στην… κάθαρση, μικραίνει αδικαιολόγητα. Την έκταση του ρόλου της, παραγεμίζουν σκηνές επαναλήψεων και περιηγήσεις στο τοπίο, χωρίς καμία οργανική και κυρίως συναισθηματική σύνδεση με τα προηγούμενα και τα επόμενα, που τελικά υπογραμμίζουν ακόμη περισσότερο την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ταινία που θυμίζει περισσότερο σχέδιο παρά την τελική εκδοχή της.