Η Μαρίσα έχει τον τέλειο γάμο και την ιδανική οικογένεια. Μέχρι που πληροφορείται ότι το 10χρονο παιδί της πάσχει από λευχαιμία, την ίδια μέρα που ανακαλύπτει και τις απιστίες του άντρα της. Με τον κόσμο της να καταρρέει, προσπαθεί να σταθεί πρακτικά δίπλα στο γιο της: ξεκινά μία έρευνα σε όλες τις παλιές παράνομες σχέσεις του συζύγου της, με την ελπίδα ότι αν υπάρχει κάποιο παράνομο παιδί του, θα γίνει δότης για να σωθεί το δικό της. Ταυτόχρονα, μία ζεστή φιλία αναπτύσσεται με τον πατέρα του μικρού αγοριού στο διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείου. Οσο τα δύο αγοράκια δένονται μέσα από την τραγική τους μοίρα, οι δύο ενήλικες γονείς ερωτεύονται.

Η Ελληνοαυστραλέζα Νάντια Τας («Amy») έχει ένα σήμα-κατατεθέν λυρικό, τρυφερό βλέμμα. Μαζί με τον πιστό σεναριογράφο της Ντέιβιντ Πάρκερ, συνήθως υπογράφουν γλυκόπικρες off-beat κωμωδίες με φόντο την Μελβούρνη, με τον τρόπο που μόνο ένας κάτοικος που αγαπά την πόλη του μπορεί. Εδώ όμως αποφασίζουν να δοκιμαστούν σε κάτι εντελώς διαφορετικό.

Δεν μπορείς να δεις με πολλούς τρόπους το θέμα του παιδικού καρκίνου και υπάρχουν ελάχιστοι δρόμοι να ακολουθήσει κανείς για να το αποτυπώσει σε ταινία φιξιόν. Οι εξής δύο: ή καταθέτεις ένα νατουραλιστικό, επώδυνα ρεαλιστικό, αεροστεγές δράμα και ελπίζεις ότι η αλήθεια, η συνέπεια και η καρδιά του θα επικοινωνήσουν με το θεατή. Ή φιλοτεχνείς ένα κατασκευασμένα ανυψωτικό, στρογγυλεμένο, καλογυαλισμένο μελόδραμα, το οποίο χτυπάει εκβιαστικά τις συναισθηματικές χορδές της συγκινημένης νοικοκυράς που όλοι κρύβουμε μέσα μας.

Δωμάτια νοσοκομείων με δεκάδες αναμμένα κεριά για να συνοδεύουν το διάβασμα ενός παραμυθιού. Πατέρας που κατασκευάζει κρεβάτια πειρατικά πλοία - με κατάρτι, πανί, λαγουδέρα και ρόδες, ώστε να βγαίνουν τα άρρωστα παιδιά βόλτες στους διαδρόμους. Αγοράκια με άτριχα από τη χημειοθεραπεία κεφάλια που το σκάνε από τα σεντόνια τους για μία «τελευταία» επίσκεψη σε μαγικά φωτισμένο Λούνα Παρκ. Ποιος μπορεί να επιτεθεί σε έναν τέτοιο καταιγισμό ενοχικής, καλοφωτισμένης συγκίνησης; Η αλήθεια μας. Αυτή αντιστέκεται σε κάτι που νιώθει επιτηδευμένο, ακόμα κι αν αυτό είχε ξεκινήσει με καλές προθέσεις.

Γιατί η Τας ποντάρει (και χάνει) σε μερικούς άσους στο μανίκι της. Είναι υπέρ της που δεν δαιμονοποιεί χαρακτήρες (ο άπιστος πατέρας δεν είναι λιγότερο πατέρας, η ερωμένη δεν είναι απαραίτητα σκύλα) και στα θετικά της σημεία ότι επιλέγει τον Τζέιμς Νέσμπιτ («Bloody Sunday») να κρατήσει το αντίβαρο του μελό με την έμφυτη στιβαρότητα και την Ιρλανδική τρέλα του. Ακόμα κι αν μας φάνηκε παράλογο και σε στιγμές κακόγουστο, δίνουμε πόντους και για την προσπάθεια της να εισάγει χιούμορ σε κάποιες σκηνές.

Τίποτα όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν έχεις μία πλοκή που θυμίζει σαπουνόπερα και πνίγεται στις υπερβολές της. Οταν επιλέγεις έναν φορσέ ρομαντισμό που καταλήγει σαν κινηματογραφημένος Κοέλιο. Οταν επιτρέπεις μπροστά στην αισθητική τελειότητα των πλάνων σου, μητέρες των παιδιών που πεθαίνουν να κυκλοφορούν από σκηνή σε σκηνή με τέλεια κόμμωση.

Η αρρώστια δεν είναι φωτογενής. Ούτε ο τρόμος της ανεξέλεγκτης τραγωδίας που χτυπά την μήτρα σου και σου κόβει τα πόδια. Και το καλό σινεμά οφείλει να μας λέει την αλήθεια και να έχει εμπιστοσύνη στο είδος της κινηματογραφικής συγκίνησης που χτυπά πρώτα την καρδιά και μετά περνά από τον εγκέφαλο και τα μάτια. Οτιδήποτε άλλο ανήκει σε δακρύβρεχτες τηλεταινίες που βλέπει κανείς ξαπλωμένος στον καναπέ του, γιατί απλά ταιριάζουν με την Κυριακάτικη κατάθλιψη.