Μετά την κριτική επιτυχία του «Lion», ο Γκαρθ Ντέιβις, με τη χαρακτηριστική του ροπή προς την καλοσύνη και τον ανθρωπισμό μέχρι τελικής πτώσεως, καταπιάνεται με το ύψιστο έμβλημα καλοσύνης και ανθρωπισμού, τον Ιησού και τους/τις Αποστόλους του. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, είναι... μπεζ: πολλή άμμος, πολλή λινάτσα και χλιαρή διάθεση.
Η ταινία - φαίνεται, άλλωστε κι από τον τίτλο της - εντοπίζει το ενδιαφέρον της στην παραποιημένη, όπως τονίζει και με κάρτα στο τέλος, ιστορία της Μαρίας Μαγδαληνής. Η οποία δεν ήταν πόρνη - αυτό δεν είναι παρά μια κατοπινή επινόηση της Εκκλησίας για να υποδαυλίσει το ρόλο της Γυναίκας στη Χριστιανοσύνη - αλλά ένα «διαφορετικό» κορίτσι, απρόθυμο να συμβιβαστεί με την πατριαρχική παράδοση της κοινωνίας της. Ετσι, η Μαρία, τόσο ανεξάρτητο πνεύμα ώστε οι οικείοι της να τη θεωρούν τρελή ή επικίνδυνη, γυρίζει την πλάτη στην οικογένειά της και σ' ένα προκείμενο προξενιό κι ακολουθεί τον «θεραπευτή» και «προφήτη» που θα μάθει ότι λέγεται Ιησούς. Θα Τον ακούσει, θα Τον βοηθήσει, θα Τον υποστηρίξει, θα Του συμπαρασταθεί στον Γολγοθά, θα δει πρώτη την ανάστασή Του και θα κηρύξει τη διδασκαλία Του, παρότι στην εξέλιξη της Χριστιανικής θρησκείας η προσωπικότητα και η συμβολή της θα διαστρεβλωθούν.
Εκείνο που φιλοδοξεί να κάνει ο Γκαρθ Ντέιβις είναι, εν πολλοίς, ν' ανατρέψει τα θρησκευτικά στερεότυπα, πράγμα που θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερο δημιουργικό δυναμισμό απ' όσον διαθέτει. Σ' αυτή την κατεύθυνση, η εικονογράφηση των Αποστόλων αλλάζει ύφος - οι άνδρες παρουσιάζονται ως τόσο στενά συνδεδεμένη ομάδα που για ώρα δυσκολεύεσαι να καταλάβεις ποιος είναι ποιος, τον Πέτρο υποδύεται ο Τσιγουετέλ Ετζιοφόρ σε μια φυλετική επιλογή-δήλωση, τον Ιούδα ο Ταχάρ Ραχίμ, χτίζοντας το πορτρέτο ενός διπολικού συναισθηματικού ράκους που αντιδρά άσχημα στις προδομένες προσδοκίες του. Κυρίως, βέβαια, η ταινία προσεγγίζει την Ιστορία από μια φιλότιμη φεμινιστική οπτική, τόσο ως προς την ανάδειξη της Μαρίας Μαγδαληνής, αλλά κι ως προς τη συμμετοχή των γυναικών σ' αυτή την αποστολική κοινότητα, οι οποίες, για ν' ακολουθήσουν τον Ιησού, απαιτούνταν να κάνουν και μια μικρή κοινωνική επανάσταση η καθεμιά.
Αυτή τη φιλότιμη πρόθεση, ωστόσο, ο Γκαρθ Ντέιβις την υλοποιεί με μεγάλη σοβαροφάνεια και μια κυριολεκτική απόδοση της Καινής Διαθήκης που ακυρώνει την ανατρεπτική διάθεση του φιλμ κι επιστρέφει στην κατήχηση. Η αισθητική της ταινίας, φωτογραφημένης από τον Γκρεγκ Φρέιζερ, θυμίζει περισσότερο τη δουλειά του στο «Rogue One», με τα μινιμαλιστικά τοπία και τη βραχώδη γύμνια τους, στους τόνους της ανοιχτόχρωμης άμμου και σαν, διαρκώς, να βλέπουμε μέσα από αγανή γάζα. Ο ρυθμός είναι αργός και οι κορυφώσεις υπερβολικά ήσυχες και μειλίχιες πράγμα που, σε μια ιστορία της οποίας, ναι, γνωρίζουμε την έκβαση, στερεί την όποια συναισθηματική ένταση. Κι αυτή η βραδύτητα υπογραμμίζεται από τη μουσική του Γιόχαν Γιοχάνσον - στο τελευταίο κινηματογραφικό θέμα του πριν τον πρόωρο θάνατό του - που ακούγεται κι αυτή μεγαλεπήβολη χωρίς έρεισμα.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η επιλογή της Ρούνι Μάρα μοιάζει με κακό υπολογισμό: η θαυμάσια ηθοποιός με το εύθραυστο προφίλ δυσκολεύεται ν' αποδώσει τη γήινη διάσταση, το πείσμα και τη μαχητικότητα της Μαρίας Μαγδαληνής, μοιάζοντας περισσότερο με damsel in distress που αναζητά σωτηρία, αλλά όχι απαραίτητα της ψυχής. Ο Χοακίν Φίνιξ ως Ιησούς, από την άλλη πλευρά, παρά το ασύμβατο της ηλικίας του - ο ηθοποιός είναι ήδη μια δεκαετία μεγαλύτερος απ' ό,τι ο Χριστός στη Σταύρωσή Του, αλλά λαμβάνοντας υπ' όψιν και το χαμηλό μέσο όρο βιωσιμότητας της εποχής και τις κακουχίες στη ζωή Του, εμείς το δεχόμαστε! - έχει τη ζεστασιά και το υπερβατικό βλέμμα που απαιτούνται για το ρόλο.
Κυρίως, ο Γκαρθ Ντέιβις αντιμετωπίζει την ιστορία που αφηγείται με τέτοια κυριολεκτική προσέγγιση, με τέτοια υπερβολική πίστη στις Γραφές (όπως, για παράδειγμα, στην απεικόνιση των θαυμάτων), που αντί για ανατρεπτική, η ταινία καταλήγει πιο συμβατική κι από τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» του Τζεφιρέλι: μια εποχιακή ταινία για το Πάσχα, που περιγράφει τα Πάθη, αλλά χωρίς κανένα πάθος.