Ο Αριστείδης είναι ένας κακομοίρης που μέσα σε μια μέρα χάνει δουλειά, γυναίκα και σκοπό στη ζωή του. Θα συναντήσει τον Διομήδη που είναι ρεσεψιονίστ σε ΧΧΧ ξενοδοχείο αλλά παράλληλα μεγάλος σκηνοθέτης που δεν έχει γυρίσει ούτε μια ταινία, πάντα με φταίξιμο άλλων. Οι δυο άντρες θα ξεκινήσουν μια διαδρομή με αυτοκίνητο προς αναζήτηση διαφυγής και νοήματος.

Για τους δικούς του λόγους ο καθένας προσπαθεί να ξεπεράσει μια προσωπική κρίση. Ο πρώτος έχει μόλις ανακαλύψει ότι η γυναίκα του τον έχει απατήσει με τον καλύτερό του φίλο, ενώ ο δεύτερος προβληματίζεται για τη ματαιωμένη πορεία του ως σκηνοθέτης. Μαζί αυτοί οι δύο ήρωες περιπλανιούνται και παραδοξολογούν σχετικά με τα βασικά διλήμματα της ζωής και της κρίσης…

Ο Κώστας Καπάκας, με τις δύο προηγούμενες ταινίες του, το «Peppermint» και το «Uranya», μας είχε συνηθίσει σε συμβατικές, αξιοπρεπείς ταινίες με υψηλό επίπεδο παραγωγής. Τώρα που σκηνοθετεί ένα ανεξάρτητο φιλμ, που έγινε με φτωχικά μέσα, χάνει ταυτόχρονα και την έμπνευση και το γούστο του.

Η κωμωδία που παρουσιάζει είναι ελαφρώς χωρίς άξονα, ελαφρώς χωρίς χιούμορ, ελαφρώς πεπερασμένη, ελαφρώς σεξιστική, γενικώς ελαφριά. Οχι ότι υπάρχει τίποτα στραβό με την ελαφριά κωμωδία. Απλώς κάτι πρέπει να την κάνει να στέκεται, αν όχι να ξεχωρίζει. Ενώ το «Magic Hour», ο Καπάκας στήνει ένα πρόχειρο «αγορίστικο» στερεότυπο, σα να ξεκινά κινηματογραφικές φράσεις που δεν οδηγούν πουθενά και δεν τελειώνουν. Τα αστεία είναι κλισέ, οι ήρωες σχηματικοί και, πέρα από μια ανάλαφρη, καλή πρόθεση, η ταινία μοιάζει να έγινε για πλάκα, όχι με σκέψη για το πώς να προκαλέσει πλάκα! Ακόμα κι ο Ρένος Χαραλαμπίδης επαφίεται στην ευκολία, χρησιμοποιεί τη μανιέρα του χωρίς παραπάνω προσπάθεια.

Το σενάριο τείνει περισσότερο προς βιντεοταινία περασμένων δεκαετιών, η αισθητική άποψη είναι ανύπαρκτη και, το χειρότερο, ούτε ταυτίζεσαι, ούτε γελάς, ούτε σκέφτεσαι. Ισως λίγο εκνευρίζεσαι, που μια ευκαιρία για μια απλή, φτηνή, έξυπνη αντρική κωμωδία χάθηκε στην υπερβολική σιγουριά.