Κανείς δεν θα έλεγε ότι οι προηγούμενες ταινίες του Μπρουνό Ντιμόν, η «Ζωή του Ιησού», το «L' Humanité», η «Φλάνδρη», η δική του «Καμίλ Κλοντέλ 1915», είναι, βέβαια, κωμωδίες, αλλά πάντα έχουν ένα στοιχείο του παραλόγου της ανθρώπινης φύσης. Ομως όχι, αυτή εδώ, η νέα κινηματογραφική δουλειά του Ντιμόν, το «Ma Loute», είναι από πρόθεση μια καθαρή κωμωδία, πιο κοντά στο τηλεοπτικό του «P'tit Quinquin» κι ακόμα παραπέρα. Μια γεμάτη αγάπη αναφορά στο μπουρλέσκ και στο slapstick. Αλλά πόσες φορές μπορείς να δεις κάποιον να κάθεται στην καρέκλα του, να τη σπάει και να πέφτει κάτω και να γελάσεις;
Η ιστορία ξετυλίγεται το 1910 σ' ένα θέρετρο στον γαλλικό Βορρά. Εκεί καταφθάνει η αριστοκρατική οικογένεια Βαν Πετεγκέμ για ν' ανοίξει το εξοχικό σπίτι της για το καλοκαίρι. Η μικρή Μπίλι, αληθινό αγοροκόριτσο, θα ερωτευτεί τον νεαρό Μα Λουτ (παλιομοδίτικο γαλλικό χαϊδευτικό, σα να λέμε «μπέμπης»), γιο της οικογένειας ψαράδων που μαζεύει μύδια στην ακτή, αλλά και περνά τους επισκέπτες απ' τη μια όχθη στην άλλη όταν έρχεται η παλίρροια. Μια σειρά από μυστηριώδεις εξαφανίσεις θα φέρει στην περιοχή τον αρχιφύλακα (φουσκωτό σαν μπαλόνι) και το βοηθό του, οι οποίοι θα βρεθούν μπροστά σε αποκαλύψεις που απειλούν να τους... κατασπαράξουν.
Το σενάριο του Ντιμόν είναι, φυσικά, μια κριτική στον ταξικό διαχωρισμό στη Γαλλία, τότε και τώρα, με τους αριστοκράτες να επιδεικνύουν αφελώς το πόσο υποκριτές, αστοιχείωτοι και αδιάφοροι για τα ανθρώπινα είναι. Την ίδια ώρα, επιλέγει ένα χαριτωμένο κινηματογραφικό τέχνασμα για ν' αποδώσει τις ιδέες του: βάζει την καλής κοινωνίας οικογένεια να την υποδύονται διάσημοι Γάλλοι σταρ (Φαμπρίς Λουκινί, Ζιλιέτ Μπινός, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι) και τους πληβείους, μη-ηθοποιοί από την περιοχή, διαλεγμένοι ώστε αν είναι ιδιαίτερα κακοσούσουμοι. Μετά απ' αυτό... το τίποτα. Ή, μάλλον, οι επαναλαμβανόμενες γκάφες: οι ήρωες διαρκώς σκουντουφλούν (γιατί η αριστοκρατία, καταλαβαίνουμε, δεν μπορεί ούτε να σταθεί στα πόδια της), πέφτουν από καρέκλες και πεζούλια, μιλούν τσιριχτά και τραγουδούν οπερατικά για να περάσει η ώρα, απολαμβάνουν τη «γραφικότητα» της «κανονικής» ζωής, αγνοούν ότι στον κόσμο υπάρχει και δυστυχία, ενώ ο αστυνομικός είναι τόσο πολύ χοντρός που συχνά πυκνά κατρακυλά στους αμμόλοφους κάνοντας βαρελάκια. Γελάμε μια, γελάμε δυο, στην πολλοστή φορά αναζητούμε κάτι εξυπνότερο.
Από την άλλη πλευρά, επειδή ο Ντιμόν είναι αληθινός εραστής του σινεμά, σκηνοθετεί και φωτογραφίζει τα φυσικά τοπία του μαγευτικά, εμπνευσμένος από τους ιμπρεσιονιστές, δοξάζοντας τον Μονέ. Τα εσωτερικά των σπιτιών και τα κοστούμια έχουν τόση ομορφιά που θέλεις να σταματήσεις την εικόνα για να τα ρουφήξεις. Το κάθε του κάδρο είναι ένας πίνακας και το κάθε του γύρισμα στην πλοκή έχει μια χάρη και μια επιμελημένη ελαφρότητα που διατηρεί ένα χαμόγελο, όχι για όσα συμβαίνουν, αλλά για τη φροντίδα με την οποία έχει στήσει ο Ντιμόν την ταινία του. Αν μόνο είχε μπορέσει, αυτό το μπουρλέσκ, να το κάνει και αστείο. Μια comédie humaine που να έχει κάτι λιγότερο προφανές να πει, μια κωμωδία που να μην εξαντλείται στις αλλεπάλληλες κωλοτούμπες.