«Luzzu», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας του Αλεξ Καμιλέρι, είναι η λέξη που χρησιμοποιούν στη Μάλτα για το παραδοσιακό ψαροκάικο. Σαν αυτό το πολύχρωμο που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του (που το είχε κληρονομήσει από τον δικό του πατέρα) ο Τζέσμαρκ, γόνος οικογένειας ψαράδων που ξημεροβραδιάζεται στη θάλασσα προκειμένου να συντηρήσει τη σύζυγό του και τον νεογέννητο γιο τους. Δεν είναι εύκολο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει θέσει περιορισμούς για το ψάρεμα σε συγκεκριμένες περιόδους, οι έλεγχοι στα καΐκια είναι συνεχείς και στην ψαραγορά, οι νόμοι της ζήτησης βρίσκονται στα χέρια των ισχυρών.
Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Οι ιστορίες των παραδοσιακών ψαράδων μπορεί να φέρνουν μνήμες από μια εποχή όπου όλα ήταν (ή τώρα φαίνονται) πιο απλά, αλλά η πραγματικότητα παραμένει αμείλικτη. Ο Τζέσμαρκ δεν καταφέρνει να βγάλει ένα αξιοπρεπές εισόδημα, ο γιος του χρειάζεται ειδική υποστήριξη για την ανατροφή του και το καΐκι του χρήζει άμεσης επισκευής. Αντιμέτωπος με διλήμματα που δεν έχουν εύκολες λύσεις, ο Τζέσμαρκ θα περάσει στην άλλη πλευρά και θα γίνει μέλος μιας ομάδας παράνομων διακινητών που χρησιμοποιούν το ψάρεμα ως κάλυψη και ταυτόχρονα θα δώσει μια τελευταία ευκαιρία στο καΐκι του, επισκευάζοντάς το από την αρχή.
Ο Καμιλέρι (μόνιμος κάτοικος Μινεσότα, μέλος μιας οικογένειας που μετανάστευσε όταν ήταν παιδί από τη Μάλτα) ακολουθεί τον Τζέσμαρκ σε κάθε του βήμα. Μέσα στο καΐκι, την ώρα που πουλιέται η ψαριά του, με τον γιο του στην αγκαλιά, περιτριγυρισμένο από την οικογένεια της γυναίκας του που τον περιφρονεί ως αδύναμο και ανίκανο να προσφέρει στο παιδί του, μόνο του χαμένο ανάμεσα στις σκέψεις μιας ελεύθερης ζωής στη θάλασσα και μιας εγκλωβισμένης ύπαρξης μέσα στο γρανάζι της καθημερινότητας. Η κάμερα δεν τον χάνει ποτέ, μετατρέποντας το κινηματογραφικό πρόσωπο του ερασιτέχνη Τζέσμαρκ Σικλούνα σε ένα χάρτη όπου πάνω του σκιαγραφείται ολόκληρη η προβληματική μιας μεγάλης κοινωνικής, πολιτισμικής αλλαγής που βρίσκει την παράδοση θύμα της εμπορευματοποίησης και το όνειρο για μια μεγάλη ζωή σημαντικότερο κι από την ίδια την αγάπη.
Με το ένα πόδι στον νεορεαλισμό και το άλλο στην τεκμηρίωση, ο Καμιλέρι παραδίδει με το «Σκαρί» μια από τις ελάχιστες απεικονίσεις της ζωής στη Μάλτα, αφήνοντας χρόνο για να γευτείς την καθημερινότητα των ψαράδων, να βυθιστείς στη μελαγχολία του ήρωά του και να τον ακολουθήσεις κι εσύ σε μια διαδρομή που θα αποκαλύψει το σημείο μηδέν της αποκόλλησης από το παρελθόν και την οριστική μετάβαση σε ένα (εξίσου) αβέβαιο μέλλον. Το όπλο του δεν είναι σίγουρα η πρωτοτυπία, καθώς η σχηματική, κλισέ ιστορία βρίσκεται εκεί απλώς και μόνο για να πυροδοτήσει το συναισθηματικό κόσμο του Τζέσμαρκ, ενώ οι μονοδιάστατοι «κακοί» (είτε είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση σε μια μάλλον απλοϊκή κριτική, είτε οι παράνομοι ψαράδες, είτε οι «πλούσιοι» συγγενείς του Τζέσμαρκ), μικραίνουν τις διαστάσεις ενός φιλόδοξου κοινωνικού σχολίου.
Η πραγματική δύναμη στο «Σκαρί» βρίσκεται στους ερασιτέχνες ηθοποιούς του (σε μια ευθεία αναλογία με το «Η Γη Τρέμει» του Λουκίνο Βισκόντι), στις λεπτομέρειες της ζωής στα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και στην γνήσια νοσταλγία ενός κόσμου που χάνεται, συμπαρασύροντας μαζί του όχι μόνο παραδόσεις αλλά και μικρές ή μεγαλύτερες ανθρώπινες ιστορίες. Περίπου σαν αυτήν.