Ενας άντρας ξυπνά μετά από ένα ατύχημα που μπορεί να του έχει κοστίσει μια ζωή σε αναπηρικό καροτσάκι. Από το δωμάτιο του νοσοκομείου ενώνει με τη μνήμη του τα γεγονότα που τον οδήγησαν εκεί, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία μετά την Κατοχή στην Κρήτη μέχρι το θάνατο του πατέρα του και το στενό δεσμό που θα τον δέσει για πάντα με τον θείο του, έναν αυτοδημιούργητο επιχειρηματία που θα συγκεντρώσει γύρω του όλην την οικογένεια, θα γίνει πανίσχυρος στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ παίζοντας με «όλους» τους όρους του παιχνιδιού, πριν βρεθεί νομοτελειακά αντιμέτωπος με την πτώση του.

Όσο φανερό είναι τι προσπαθεί να κάνει ο Κώστας Χαραλάμπους στην τρίτη και πιο φιλόδοξη μεγάλου μήκους ταινία του μετά τα «Αγάπη στα 16» και «Δεμένη Κόκκινη Κλωστή», τόσο έκδηλη είναι η σχεδόν ολοκληρωτική του αδυναμία να ελέγξει από τις σεναριακές του ιδέες μέχρι το σκηνοθετικό του ειρμό και την αφηγηματική του ικανότητα, σε μια ταινία που μοιάζει να αποτελείται από πολλές μικρότερες, κατακερματισμένη πριν από οτιδήποτε άλλο από την μάλλον αθέλητη απόφασή του να προσπαθήσει να υπονομεύσει τους ίδιους τους ήρωές του (και τελικά και τους ηθοποιούς που τους υποδύονται).

Κάθε σκηνή του «Λούγκερ» μοιάζει να ανήκει σε διαφορετική ταινία. Νοσταλγία, μελόδραμα, (από)μίμηση φιλμ - νουάρ, κοινωνική κριτική και - για να γίνουμε σαφείς - κάτι που θα μπορούσε κανείς να περιγράψει ως το «Θα Χυθεί Αίμα» συναντά το «Τσοβόλα δώστα Όλα» σε μια σαπουνόπερα που θα ήθελε να είναι ο ελληνικός (…) «Νονός». Αφαιρέστε όλες τις βέβηλες αναφορές σε Πολ Τόμας Άντερσον, Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Φράνσις Φορντ Κόπολα κλπ προκειμένου να κρατήσετε τη φιλοδοξία αυτή η ταινία να είναι ο χάρτης της σύγχρονης Ελλάδας (της κρίσης…. και όχι μόνο) στη συσκευασία μιας saga που φέρει όλο το βάρος της ιστορικής αλήθειας της, με λανθασμένο όμως τρόπο.

Ο Χαραλάμπους παρασύρεται από την επική του διάθεση, φτιάχνοντας μικρά ενσταντανέ που μεμονωμένα μοιάζουν να βγάζουν νόημα, αλλά όλα μαζί ισοπεδώνονται κάτω από μια (δήθεν) ειρωνία που όχι μόνο μετατρέπει τους ήρωες του σε καρικατούρες αλλά μεταλλάσσει το δράμα σε αθέμιτη κωμωδία, μια ισορροπία που θέλει άλλου είδους χειρισμό και άλλου βεληνεκούς ικανότητα. Αψυχολόγητες σεναριακές λύσεις διαδέχονται το ένα κλισέ πίσω από το άλλο, καθώς το σύνολο του καστ αδικείται με μοναδική οδηγία να ανεβάζει τους τόνους (και τα ντεσιμπέλ της φωνής) προκειμένου ο θεατής να νιώσει κάτι από το «δράμα» που συμβαίνει.

Δυστυχώς, ο θεατής μένει αμέτοχος, αναρωτιέται αν αυτό που βλέπει είναι κυριολεκτικό ή όχι, δεν συμπαθεί κανέναν ήρωα (ενώ μερικούς, με εξέχοντα τον αχρείαστο ήρωα του Ερρίκου Λίτση, νιώθει ότι έρχονται από άλλη ταινία), ο τέλεια γερασμένος Τάσος Νούσιας συνεχίζει να φωνάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα από τη «Δεμένη Κόκκινη Κλωστή», το miscast της Στεφανίας Γουλιώτη είναι το μόνο επικό πράγμα της ταινίας και το γκροτέσκο δεν αφήνει ανέγγιχτο κανέναν από τους πρωταγωνιστές, σε μια υπερβολή που φαντάζεται κανείς ότι επικρατεί στην ταινία ως σχόλιο πάνω στην ασυδοσία, τον κυνισμό, τον (;) καπιταλισμό.

Οταν φτάνει η ώρα της τραγωδίας, είναι πλέον πολύ αργά για να επιστρέψεις πίσω και να διορθώσεις μια ολόκληρη ταινία που παίζει διαρκώς σε λάθος τόνο. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πια εδώ και πολλή ώρα- και αυτό είναι ακόμη χειρότερο για μια ταινία που σε κάθε σκηνή της προσπαθεί να σου τραβήξει την προσοχή. Με κάθε πιθανό λάθος τρόπο.