Η Λου ζει μοναχικά σε μια μικρή πόλη του Τέξας. Εργάζεται στο τοπικό γυμναστήριο, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της όταν τα αγόρια της απευθύνουν την τεστοστερόνη τους. Αγαπάει την αδελφή της, μια ξανθιά πρώην cheerleader που νομίζει ότι ζει το όνειρο γιατί παντρεύτηκε το ζόρικο δημοφιλές αρσενικό - κι ας καταλήγει κάθε τόσο με ένα μαυρισμένο μάτι, ένα σπασμένο πλευρό. Κανείς δεν κάνει κάτι για αυτό. Κάποια στιγμή η Λου θα τον σκοτώσει - το λέει και το εννοεί.

Οταν στην πόλη καταφθάνει η Τζάκι μία μυώδης αθλήτρια με όνειρα να κερδίσει το πρωτάθλημα body building στο Λας Βέγκας, η Λου την ερωτεύεται παράφορα. Οι δυο τους θα φτιάξουν ένα δικό τους μικρόκοσμο αντίστασης στην αποπνικτική τεξανή κοινωνία, μέχρι που κάτι που θα συμβεί θα εκτροχιάσει κάθε ισορροπία. Ο πατριάρχης της πόλης και πατέρας της Λου θα εμφανιστεί ως ένας σατανικός, καουμπόι Κορλεόνε - ένας αρχιμαφιόζος που ελέγχει σερίφηδες, ντίλερς, τη ζωή και το θάνατο. Και η Λου θα πρέπει να μονομαχήσει με τον πατέρα της κι όλα τα φαντάσματα της σχέσης τους.

Το 2019 η Ρόουζ Γκλας έκανε έναν θριαμβευτικό φεστιβαλικό γύρο με την «Αγία Maud» - μετά από την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Τορόντο, και το διαγωνιστικό του LFF, κριτικές, δημοσιεύματα, διακρίσεις -δικαίως- μιλούσαν για την Αγγλίδα σκηνοθέτη ως μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες του βρετανικού σινεμά. Είχε το ταλέντο να συλλάβει με την κάμερά της, ενέργεια, ατμόσφαιρα, ερμηνείες, και να προσφέρει ένα αποτέλεσμα εντός κι εκτός «genre» - μία ακατάτακτη ταινία ψυχολογικού τρόμου και θρησκευτικής παράνοιας. Ολοι περιμέναμε το επόμενο βήμα.

Και αν μπορούμε να πούμε κάτι για τον «Ματωμένο Δεσμό» είναι ότι κι αυτό είναι ανένταχτο σε κινηματογραφικά είδη - υπερχειλίζει από κάθε κουτάκι. Ξεκινά ρεαλιστικά, δυναμικά, ατμοσφαιρικά - ως μία αιχμηρή καταγραφή της βίαιης, αποπνικτικής, «καουμπόικης» καταπίεσης σε κωμοπόλεις του Τέξας (ειδικά αν είσαι «διαφορετική») και σταδιακά εκτροχιάζεται σε pulp fiction νουάρ περιπέτεια, σε comedy drama στιλιζαρισμένης υπερβολής, σε ένα camp horror εμμονής. Αντί να θαμπώνεσαι, να εντυπωσιάζεσαι, να απολαμβάνεις τον εκτροχιασμό, μάλλον κουράζεσαι - σε πετάει εκτός.

Πάνω από όλα: στην καρδιά της ταινίας έμοιαζε να υπάρχει η αναγκαιότητα να μιλήσει κανείς για τη γυναίκα στο σκότος των αμερικανικών νοτιοκεντρικών Πολιτειών - στην Τραμπική Αμερική που δυστυχώς προϋπήρχε του Τραμπ. Εκεί όπου το αρσενικό κρατάει όλα τα texas holdem χαρτιά του, και καμιά δεκαριά όπλα στο ντουλάπι - αν έχεις αντίρρηση για τον τρόπο που φέρεται, μπορεί να ανεβάσει επίπεδο στην κακοποίηση. Μία γυναίκα που αψηφά πατέρα, γαμπρό, μικρόκοσμο και ζει τη ζωή της, μία γυναίκα με όνειρα πρωταθλητισμού σε ανδροκρατούμενη αρένα - όλα συνθέτουν ένα φωτεινό ήλιο σε μια ευθεία, γενναία σύγκρουση με το αστέρι του Τέξας.

Η εξέλιξη της ταινίας όμως σε κάνει να ξεχνάς τους χαρακτήρες ως αληθινούς ανθρώπους, με αληθινές αγωνίες και μάχες. Μετατρέπονται σε comic ήρωες στυλιζαρισμένων βάρβαρων συγκρούσεων, η πλοκή ξεφεύγει σε (επίτηδες) σουρεαλιστικές υπερβολές, το camp παίρνει το τιμόνι κι όλα καταλήγουν να φλερτάρουν με την κωμωδία. Ενα «πλάκα σου έκανα τόση ώρα».

Το αποτέλεσμα είναι ένα άρτιο αισθητικά ρίσκο - ή θα το βρεις fun ή θα βγεις ματωμένος από το πόσο το στιλ καπάκωσε την ουσία.