«Περηφάνια και Προκατάληψη», «Λογική και ευαισθησία», «Έρωτας και Φιλία», σωστά; Κι όμως, όχι ακριβώς. Το σύγγραμμα που αποτελεί το αρχικό υλικό της ταινίας ανήκει μεν στην Τζέιν Όστεν, όμως ονομάζεται «Λαίδη Σούζαν» και αποτελεί ουσιαστικά ένα ανολοκλήρωτο έργο (σε μορφή επιστολών) της συγγραφέως που δημοσιεύτηκε μετά από τον θάνατό της και περισσότερο δίνει την τόνο παρά αφηγείται με λεπτομέρεια ολόκληρη την ιστορία του.

Στο επίκεντρο της ιστορίας συναντούμε την νεαρή χήρα Λαίδη Σούζαν Βέρνον της Κέιτ Μπέικινσεϊλ, η οποία εγκαθίσταται προσωρινά στην έπαυλη των πεθερικών της μέχρι να καταλαγιάσουν οι φήμες που κυκλοφορούν στους αριστοκρατικούς κύκλους σχετικά με τις ερωτικές της περιπέτειες. Όσο βρίσκεται εκεί, είναι αποφασισμένη να εξασφαλίσει σύζυγο, τόσο για την ίδια, όσο και για την κόρη της Φρειδερίκη. Η τελευταία, αν και βρίσκεται σε ηλικία γάμου, αντιμετωπίζει απρόθυμα τα σχέδια της μητέρας της. Η Λαίδη Σούζαν όμως, συνεχίζει ακάθεκτη, προσελκύοντας ταυτόχρονα την προσοχή του όμορφου και νεαρού Ρέτζιναλντ Ντε Κόρσι, του πλούσιου αλλά ανόητου Σερ Τζέιμς Μάρτιν (ο Τομ Μπένετ αριστεύει στην πολυδιάστατη και εξοντωτικά αστεία παρουσίαση του ρόλου) και του εξωφρενικά γοητευτικού, αλλά παντρεμένου Λόρδου Μάνγουερικ. Όπως είναι αναπόφευκτο, η κατάσταση θα ξεφύγει σύντομα από τον έλεγχο της, περιπλέκοντας τα πράγματα ακόμα περισσότερο.

Το παραπάνω υλικό (μαζί με τις δημιουργικές ελευθερίες που προσφέρουν τα κενά της αρχικής αφήγησης) δίνει στον Γουίτ Στίλμαν μια πρώτης τάξεως αφορμή για τη δημιουργία μιας καυστικής, απολαυστικά χιουμοριστικής ιστορίας, όχι πολύ μακριά από το «Last Days of Disco», το «Metropolitan» ή ακόμα και το «Mansfield Park», το οποίο (διόλου) παραδόξως περιλαμβάνει και μία συζήτηση σχετικά με την Βρετανίδα συγγραφέα. Γιατί, όπως και στις προηγούμενες ταινίες του Γουίτμαν, έτσι και στο «Ερωτες & Φιλίες», η σαρδόνια ματιά του απέναντι στην υψηλή κοινωνία κάνει και πάλι εμφανή την παρουσία της. Η δύναμη των λέξεων και τα παιχνίδια εξουσίας μέσα από αυτές εξακολουθούν να αποτελούν τους κινητήριους μοχλούς της ιστορίας. Η μπλαζέ συμπεριφορά φαινομενικά ισχυρών ανθρώπων και η (ουσιαστικά) εύθραυστη φύση τους συνεχίζει να βρίσκεται αναπολογητικά στο προσκήνιο. Και το κυριότερο, το χιούμορ και όλα τα σκοτεινά υπονοούμενα που μπορεί να αυτό να περιστοιχίζει αποτελούν ακόμα την μόνιμη γλώσσα μέσα από την οποία αποκαλύπτονται οι ήρωες της ιστορίας.

Και όντως είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς πού τελειώνουν οι λέξεις της Τζέιν Όστεν και πού αναλαμβάνει ο ίδιος ο Γουίτμαν. Από τις εισαγωγικές κάρτες που παρουσιάζουν ανατρεπτικά την άφιξη κάθε νέου χαρακτήρα (παραδίδοντας μαθήματα οικονομίας και κωμικής ακρίβειας) και την screwball διάθεση που εγκλωβίζει τους χαρακτήρες του σε κύκλους παρεξηγήσεων και ατυχών συμπτώσεων μέχρι την ανάδειξη της γυναικείας αυτοκυριαρχίας ως μόνιμο θέμα κοινωνικού αναβρασμού και τα παιχνίδια εξουσίας και τύπων σε ένα καθώς πρέπει περιβάλλον, όλα δημιουργούν έναν κόσμο φτιαγμένο από κοινού από τις ανησυχίες των δύο δημιουργών (κι ας τους χωρίζουν διακόσια χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας) αλλά και την κοινή, καυστική χρήση της γλώσσας τους, υπενθυμίζοντας παράλληλα στο κοινό την κωμική πλευρά της Όστεν, που ατυχώς υπονομεύτηκε συστηματικά στη «ρομαντική» μεταφορά των ιστοριών της στον κινηματογράφο.

Βλέποντας την Κέιτ Μπέικινσεϊλ (η οποία επιστρέφει στον κόσμο του Στίλμαν μετά το «Last Days of Disco») να αναδεικνύεται ως κυρίαρχος αυτού του σύμπαντος, εκφέροντας κάθε ατάκα της με τρομερή επίγνωση των πολλαπλών επιπέδων ανάγνωσης και ισορροπώντας ανάμεσα στην κωμική και την τραγική διάσταση της ηρωίδας της, προκαλώντας το γέλιο, τον οίκτο, τον θυμό αλλά και τον θαυμασμό, είναι αναπόφευκτο να μην απογοητευτεί κανείς από τις υπόλοιπες πρόσφατες επιλογές της ηθοποιού, οι οποίες μοιάζουν να προσπαθούν να κρύψουν ένα πολύπλευρο, ερμηνευτικό ταλέντο. Αν η ταινία πετυχαίνει σε ένα βαθμό λόγω της αποτελεσματικής μεταφοράς του πνεύματος της Όστεν μέσα από την γλώσσα του Στίλμαν, άλλο τόσο (ίσως και περισσότερο) πετυχαίνει επειδή η Μπέκινσεϊλ βρίσκει τον ακριβή τρόπο για να μιλήσει αυτή τη γλώσσα, έναν απόλυτα φυσικό και εντυπωσιακά καίριο τρόπο.

Μπορεί κάποια στιγμή η αλληλουχία των παρεξηγήσεων να εγκλωβίζεται σε έναν αέναο κύκλο χωρίς προφανή διέξοδο και η σκηνοθεσία να μην προσφέρει την ίδια ευελιξία που χαρακτηρίζει την γραφή της ταινίας, όμως το «Ερωτες & Φιλίες» παραμένει μέχρι το τέλος του διασκεδαστικό, καυστικό και απρόσμενα σύγχρονο, παρά το παρελθοντικό του σκηνικό. Και το σημαντικότερο; Δεν κραυγάζει ποτέ τους σκοπούς του. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα σχέδια της Λαίδη Σούζαν του, τα πάντα αποκαλύπτονται μόνο όταν έχουν στεφθεί από απόλυτη επιτυχία.