Μια κοπέλα, νέα, με τη ρωσική ομορφιά των ψηλών ζυγωματικών, ψάχνει για δουλειά - σε πορνοταινίες. Δεν βρίσκει ούτε κι εκεί, είναι «ανειδίκευτη» και η βίζα της έχει μόλις λήξει, είναι μετανάστης στη Νέα Υόρκη. Η κοπέλα, η Λίλιαν, αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην ασφάλεια της πατρίδας της, διασχίζοντας την αμερικανική ενδοχώρα με τα πόδια, ως την Αλάσκα - και παραπέρα;
Οτι στο «Λίλιαν» παραγωγός είναι ο Ούλριχ Ζάιντλ δεν περνά στιγμή απαρατήρητο: το ντεμπούτο του επίσης αυστριακού ντοκιμαντερίστα, Αντρέας Χόρβατ, στη μυθοπλασία (με παγκόσμια πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες και ελληνική στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 60ού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), έχει την ίδια πρόθεση να σοκάρει, να αντιστίξει, με μια «απλή» παρατήρηση, τόσο σκόπιμα στοχευμένη. Σαν κι εκείνον, έτσι κι ο Χόρβατ (κι ακόμα παραπάνω), τολμά να ντυθεί με τον τίτλο του auteur, υπογράφοντας στην ταινία του το σενάριο, τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, το μοντάζ και τη μουσική.
Ο Χόρβατ στηρίζεται στην πραγματική ιστορία της Λίλιαν Ολινγκ που, το 1926, ακολούθησε την ίδια διαδρομή, με τα πόδια, προς την πατρίδα ή προς το τέλος της. Σ' αυτήν εδώ τη μεταφορά της, η Λίλιαν (με την εντυπωσιακή μορφή της εικαστικού και όχι ηθοποιού Πατρίσια Πλάνικ), περπατά, χωρίς ποτέ ν' αρθρώσει λόγο: η ταινία έχει ελάχιστες ατάκες τρίτων κι ένα υποβλητικό ηχητικό τοπίο. Διανύει τη διαδρομή της σε μια κατάσταση προοδευτικής διάλυσης, μέσα στην Αμερική κι όλο προς τον Βορρά, σε τόπους που επίσης διαλύονται, οικονομικά και κοινωνικά. Με κάθε της βήμα, η φωτογραφία γίνεται και πιο λευκή, επιδιώκοντας, λες, στο άυλο.
Το γκροτέσκο της ταινίας δεν είναι επιτηδευμένο, αναδύεται από την ίδια την αμερικανική κουλτούρα, τη σάρκα, τη φύση. Τραβηγμένη σε σινεμασκόπ, για να περιβάλλει τη Λίλιαν μ' ένα ακόμα πιο απέραντο τίποτα, η ταινία του Χόρβατ σκιαγραφεί τη σύγχρονη Αμερική του Τραμπ, ξεφτισμένη και αφιλόξενη, όσο μια κοπέλα διώκεται από παντού, άφωνη, αδύναμη.
Κι αν κάποιοι από τους συμβολισμούς του Χόρβατ είναι υπερβολικά προφανείς, ως και διδακτικοί, το παρελθόν των βετεράνων του Βιετνάμ, μια πλαστική κούκλα που γίνεται σύντροφος αθωότητας, μια φάλαινα που τεμαχίζεται αργά και βασανιστικά, το μήνυμά του έρχεται διαπεραστικό και οξύ, σαν την πρώτη γουλιά κόκα-κόλα.