Δύο φίλες, η πιο εσωστρεφής και άτολμη (λευκή) Μελ και η φωνακλού, δυναμική (αφροαμερικανή) Μία κάνουν τα πάντα μαζί - συγκατοκούν από φοιτήτριες, μοιράζονται μυστικά, όνειρα κα νιπτήρα όταν βουρτσίζουν τα δόντια τους το πρωί, μοιράζονται και τα χρέη του κοινού επαγγελματικού τους λογαριασμού: το μικρό κέντρο αισθητικής και η εταιρία που ξεκίνησαν με δικά τους καλλυντικά δεν πηγαίνουν και τόσο καλά. Εχουν βρεθεί υπερχρεωμένες. Τα προϊόντα τους όμως είναι τόσο καλό που τράβηξαν την προσοχή της διάσημης Κλερ Λούνα, της μεγάλης κυρίας της βιομηχανίας καλλυντικών που τους προτείνει να τις εξαγοράσει. Η Λούνα θέλει να τις βοηθήσει να μάθουν να συμπεριφέρονται «like a boss» στις μπίζνες και τη ζωή. Να ωριμάσουν και να ξεφύγουν από αυτή τη μεταφοιτητική, ανώριμή τους στάση. Στην ουσία, ζηλεύοντας τη σχέση και τη φιλία τους, θέλει να τις διαλύσει.

Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, ο Μιγκέλ Αρτέτα μάς είχε συστηθεί με indie κομεντί, όπως το «Star Maps» και το «The Good Girl» (με την Τζένιφερ Ανιστον και τον Τζέικ Τζίλενχαλ), όπου οι χαρακτήρες και οι ιστορίες τους δεν ήταν γραμμένα στο πόδι, είχαν κάτι να πουν, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν τέλειο. Μετά πέρασε στην τηλεόραση, σκηνοθετώντας διάσπαρτα επεισόδια σειρών (από το The OffIce μέχρι το Six Feet Under), αλλά και υπογράφοντας εξολοκλήρου το εξαιρετικό, δύσκολο κι ανατρεπτκό «Enlightened» με την Λόρα Ντερν.

Τίποτα από τα ψήγματα αυτού του ταλέντου δεν μοιάζει να υπάρχει πια. Ειδικά σε αυτή την ταινία. Μία σειρά από κλισέ, προσβλητικά στερότυπα κι άκομψα αστεία, άτεχνα πεταμένα στη σειρά συνθέτουν το σενάριο, μίας ιστορίας που θέλει να ενισχύσει την ιδέα ότι οι γυναίκες είναι είτε παγιδευμένες νοικοκυρές, είτε ανεπίδεκτες επιχειρηματίες, είτε σκύλες.

Οι Τίφανι Χάντις και Ρόουζ Μπερν δεν πείθουν κανέναν για τη χημεία και τη φιλία τους (αντιθέτως, ρατσιστικά μοτίβα συμπεριφοράς και αντιθέσεων επιχειρούν να βγάλουν «γέλιο»), ενώ η Σάλμα Χάγιεκ χρησιμοποιείται ως prop: η σέξι όμορφη κακιά με το μεγάλο στήθος. Την παράσταση κλέβουν (τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι σκηνές τους) οι δευτεροχαρακτήρες - όπως ο Μπίλι Πόρτερ («Pose») που αποδεικνύει ότι μπορεί να σναπάρει έξυπνα και χαριτωμένα, ακόμα κι όταν το κείμενο είναι κακό.

Αλλά δεν μπορεί να σώσει την κατάσταση. Οπως αρκετές ακόμα κακότεχνες «γυναικείες» κωμωδίες, που, ελλείψει γερού και πραγματικά αστείου σεναρίου, προσπαθούν να ανταγωνιστούν τις «αντρικές» στο καφριλίκι, έτσι κι εδώ το «Like a Boss» ξεπέφτει σε ανόητες και αφόρητες υστερίες. Το χειρότερο όμως είναι ότι επιχειρεί να πουλήσει ολόκληρο το πακέτο ως διδακτικό φεμινιστικό μανιφέστο για την γυναικεία αλληλεγγύη.

Και το να μην μπορείς να γελάσεις με μια κωμωδία που αντιμετωπίζει τις γυναίκες με τέτοια συγκατάβαση και περιφρόνηση είναι ένα πράγμα. Το να πουλιέται αυτό ως παράδειγμα γυναικείας χειραφέτησης όμως είναι εξοργιστικό.