Ο 30άρης Τζέσι ζει στη Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να αξιοποιήσει τα ταλέντα που ανακάλυψε στα φοιτητικά του χρόνια, χωρίς όμως να έχει μπορέσει να πιάσει την καλή. Οταν θα χρειαστεί να επισκεφθεί ξανά το παλιό του Πανεπιστήμιο, για να παραστεί στην αποχαιρετιστήρια γιορτή του αγαπημένου του Καθηγητή, θα γνωρίσει τη 19χρονη φοιτήτρια Ζίμπι και θα την ερωτευτεί, μαζί και την ακαταμάχητη ελαφρότητα της νεότητας που σταδιακά τον αφήνει.
Μια ταινία γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον Τεντ Μόσμπι του «How I Met Your Mother», δεν μπορεί παρά να είναι αξιολάτρευτη – παρότι αυτή η ταινία κάνει ό,τι μπορεί για να καταρρίψει το αξίωμα. Μ’ έναν αφελή, επίκτητο ελιτισμό του δήθεν κουλτουριάρη, ο Ράντνορ χτίζει το ρομάντζο του με μια λατρεία στο παλιομοδίτικο: στην κλασική μουσική, την παραδοσιακή αλληλογραφία με χειρόγραφες επιστολές, τη θεοποίηση της λογοτεχνίας και του «Infinite Jest» του Ντέιβιντ Φόστερ Γουόλας, την αντίληψη ότι το σήμερα είναι πολύ «λίγο» για τους σύγχρονους εραστές που πρέπει, για το καλό τους, να βρουν το νόημα στο παρελθόν. Αυτός ο σνομπισμός, χωρίς υπόβαθρο, κάνει την ιστορία να μοιάζει πιο απλοϊκή απ’ όσο ζητά μια καλή ρομαντική κομεντί.
Παράλληλα, η ιστορία είναι γεμισμένη με ανθρώπους που αρνούνται να μεγαλώσουν, που μιλούν διαρκώς για τη μαγεία του «τότε» και τη γλυκύτητα του «μετά», αλλά αποφεύγουν ν’ αγκαλιάσουν το «τώρα», σαν, αντίστοιχα, νεάζοντες ή μικρομέγαλα που φορούν αταίριαστους χαρακτήρες, μέσα σ’ ένα αμήχανο σενάριο που θέλει κινητήρια δύναμη, αγγελιοφόρο ή από μηχανής Θεό τον… Ζακ Εφρον ως νεοχίπι φοιτητή.
Ακόμα, ωστόσο, και μ’αυτές τις ελλείψεις στην ιστορία της, η ταινία, με πρωταγωνιστές τον Τζος Ράντνορ και την υπέροχη Ελίζαμπεθ Ολσεν να βολτάρουν στην οθόνη – και bonus σε εξαιρετικό δεύτερο ρόλο την Αλισον Τζάνεϊ – αφήνει το χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο και του πιο απρόθυμου θεατή και ο περίπατος στο τόσο πράσινο και φιλόξενο campus του Πανεπιστημίου του Οχάιο προσφέρεται για μια γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας της φοιτητικής ανεμελιάς.